Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

          Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ 

                                  ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                   Γιώργου Κασιμάτη

          Το δίκαιο αποτελεί, αναμφίβολα, την παγιοποιημένη μορφή ή το τελικό προϊόν της πολιτικής ως ρυθμιστικής αρχής της πολιτικής κοινωνίας. Η γνώση της πολιτικής φύσης του δικαίου έχει τις ρίζες της στην αριστοτελική σκέψη. Στη νομική επιστήμη έχει εισαχθεί τουλάχιστον από την εποχή του Jhering με την ανάδειξη του σκοπού ως ουσιώδους στοιχείου του κανόνα δικαίου. Η νομική και η πολιτική επιστήμη, κλεισμένες μέσα στα τείχη της ειδικότητας, παραβλέπουν αυτή τη σχέση, με συνέπεια  το μεγάλο έλλειμμα γνώσης και της πολιτικής και του δικαίου. Με βάση αυτή την προκείμενη, κάθε θέσπιση νέου και κάθε μεταβολή ισχύοντος δικαίου αποτελεί αυτόχρημα πολιτικό γεγονός. Όταν, όμως, η μεταβολή αυτή αποτελεί μεταβολή αρχών και θεμελιωδών κανόνων νομιμότητας, που συνιστούν, μάλιστα, υπερκείμενο σε ισχύ δίκαιο σε σχέση με τους κοινούς νόμους, τίθεται, αναμφίβολα, ζήτημα βάσεων και πυρήνα του όλου κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος, που εγκαθιδρύθηκε ιστορικά με την αστική επανάσταση. Για να καταστεί σαφέστερη η ουσία της σημερινής μεταβολής, που αποτελεί το αντικείμενο αυτών των σκέψεων, ας μας επιτραπεί η διευκρίνιση, τι εννοούμε αρχές και θεμελιώδεις κανόνες νομιμότητας του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος και πώς εμφανίζεται η «μεταβολή» τους.  

Οι αρχές ενός πολιτικού συστήματος –ή της μορφή κράτους, όπως αποκαλείται στην παραδοσιακή πολιτειολογία- συλλαμβάνονται και γεννιούνται κατά την ιστορική διαδικασία γένεσής του και διαπλάσσονται κατά τη λειτουργία του μέσα στην πολιτική κοινωνία. Δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά στην αστική δημοκρατία, που αποτελεί την κυρίαρχη μορφή κράτους, του κοινωνικοπολιτικού συστήματος που  προήλθε από την αστική επανάσταση του 18ου αιώνα. Αναφέρομε εδώ τις θεμελιώδεις αρχές με τους όρους που διαμορφώθηκαν στη νομική επιστήμη και επικράτησαν γενικότερα ως όροι αντίστοιχων εννοιών της πολιτικής επιστήμης και φιλοσοφίας και των άλλων κοινωνικών επιστημών.  Οι εν λόγω αρχές είναι:  η δημοκρατική αρχή, η αρχή του κράτους δικαίου, η αρχή σεβασμού και προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, οι αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, καθώς και οι θεμελιώδεις αρχές που διαμορφώθηκαν και συγκεκριμενοποιήθηκαν τον 20ό αιώνα, κυρίως μετά τις εμπειρίες του Α΄ και του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου: η αρχή σεβασμού και προστασίας της αξιοπρέπειας και της αξίας του ανθρώπου και η αρχή του κοινωνικού κράτους. Στη βάση αυτών των αρχών διαπλάστηκαν οι ειδικότεροι θεμελιώδεις κανόνες που τις συγκεκριμενοποιούν: για παράδειγμα, στη βάση της δημοκρατικής αρχής διαπλάστηκε  η αντιπροσωπευτική αρχή, η  κοινοβουλευτική αρχή και τα πολιτικά δικαιώματα, ενώ στη βάση των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας διαπλάστηκαν οι αρχές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους (ή της νεότερης σύνθεσης των δύο τελευταίων: της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. Βεβαίως, το πολίτευμα (ή η μορφή κράτους) της αστικής δημοκρατίας, αν και είναι το βασικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ισχύει σήμερα στον πλανήτη, εξακολουθεί ακόμη να είναι πολίτευμα των λιγότερων λαών. Οι περισσότεροι λαοί κυβερνώνται από αυταρχικά καθεστώτα, όπως είναι οι μοναρχίες, διάφορα θρησκευτικά συστήματα, δικτατορικά καθεστώτα, ολιγαρχίες  κ.λπ, και λίγοι από καθεστώτα του επαναστατικού σοσιαλισμού. Οι μορφές αυτές κράτους είναι ανεκτές από το σύστημα της διεθνούς νομιμότητας, τα δε αντίστοιχα κράτη είναι μέλη του ΟΗΕ. Ωστόσο, οι αρχές του κοινωνικοοικονομικού συστήματος είναι ή τείνουν –όπως η Κινα- να είναι οι ίδιες, αν εξαιρέσομε ελάχιστα κράτη του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», που απομένουν, όπως η Β. Κορέα και η Κούβα. Στην επικράτηση αυτών των αρχών συνέβαλε η δυναμική της καπιταλιστικής οικονομίας και η παγκοσμιοποίησή της, μέσω της οποίας εισήχθησαν και στα κράτη που δεν έχουν το πολίτευμα της αστικής δημοκρατίας όχι μόνο το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, αλλά και αρκετοί θεμελιώδεις κανόνες νομιμότητας της τελευταίας, κυρίως όσοι συνδέονται άμεσα με τη λειτουργία της οικονομίας. Βεβαίως, πίσω από τη γενική αυτή εικόνα του πλανήτη, στην οποία είναι περισσότερο ορατός ο καπιταλιστικός φιλελευθερισμός, υπάρχουν σημαντικές διάφορες στις κοινωνικές και στις οικονομικοπολιτικές σχέσεις στις διάφορες κατηγορίες πολιτικών συστημάτων που δεν είναι αστικές δημοκρατίες.

Οι θεμελιώδεις αρχές, που διαπλάστηκαν στη βάση και στο πλαίσιο του κοινωνικοπολιτικού συστήματος της αστικής δημοκρατίας αποτελούν ρυθμιστικές αρχές του  κοινωνικοπολιτικού αυτού συστήματος και αρχές δικαίου (δηλαδή: ισχύοντες κανόνες δικαίου της έννομης τάξης του κράτους με πολιτικό σύστημα (ή πολίτευμα) αστικής δημοκρατίας. Από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –με κάποιες εξαιρέσεις από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- οι εν λόγω αρχές ανήλθαν, από το συνταγματικό επίπεδο των αστικών δημοκρατιών, στο υπερεθνικό επίπεδο δικαίου και αποτέλεσαν αρχές δικαίου όλων των επιπέδων της υπερεθνικής έννομης τάξης, όπως του διεθνούς δικαίου, του δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, οι θεμελιώδεις αυτές αρχές δικαίου κατέστησαν υπερκείμενο δίκαιο που δεσμεύει τις αστικές δημοκρατίες του πλανήτη, με την έννοια όχι μόνο της υποχρέωσης εφαρμογής του στις εσωτερικές έννομες σχέσεις των κρατών-μελών της διεθνούς κοινότητας, αλλά και της υποχρέωσής του να εναρμονίσουν το εσωτερικό τους δίκαιο με τις εν λόγω αρχές. Με άλλες λέξεις, οι θεμελιώδεις αυτές αρχές αποτελούν τη βάση του συστήματος και της εθνικής και της διεθνούς νομιμότητας, με τις εξαιρέσεις που συνεπάγεται η ισότιμη θέση των κρατών-μελών του ΟΗΕ με διαφορετικά πολιτικά συστήματα από αυτό της αστικής δημοκρατίας. Οι εν λόγω θεμελιώδεις αρχές αποτελούν, επίσης, ρυθμιστικές αρχές του όλου κοινωνικοπολιτικού συστήματος στην υπερεθνική και στη διεθνή λειτουργία και διαμόρφωσή του.

Η μεταβολή αρχών νομιμότητας κοινωνικοπολιτικού συστήματος ως πολιτικό φαινόμενο έχει ορισμένες διαστάσεις, οι οποίες είναι χρήσιμο να επισημανθούν. Όταν αντιμετωπίζομε πράξεις άσκησης ή σύστημα πολιτικής εξουσίας, αναφερόμαστε, συνήθως, στο ζήτημα νομιμοποίησής τους, στους νεότερους δε χρόνους στο ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησής του. Αυτό που δε συνειδητοποιούμε συχνά είναι ότι το ζήτημα αυτό, με τη μια ή την άλλη μορφή, παρά το ότι, για ιστορικούς λόγους, έχει νομικό όνομα, δεν είναι ούτε νομική έννοια, ούτε μόνο νομικό ζήτημα, αλλά πρωτίστως πολιτική έννοια και πολιτικό ζήτημα. Γιατί δίκαιο και πολιτική δεν είναι δύο χωριστές κατηγορίες ανθρώπινης πράξης, αλλά δύο μορφές μιας πολιτικής κατηγορίας συνεχώς συνυπάρχουσες και συρρέουσες στη δυναμική πορεία της πολιτικής κοινωνίας με λογικό προβάδισμα την πολιτική μορφή× είναι το διαρκές ιστορικό γίγνεσθαι της πολιτικής κοινωνίας. Ως ανθρώπινη κοινωνικοπολιτική πράξη, δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο έλλογα, εκτυλισσόμενη πάνω σε κοινωνιογενείς αρχές. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η βάση νομιμοποίησης της πολιτικής ως ρυθμιστικής ανθρώπινης δράσης. Η ιστορία πέρασε από διάφορες βάσεις νομιμοποίησης μέχρι να φθάσει στην αρχή της δημοκρατικής νομιμοποίησης, που διαπλάστηκε ιστορικά στο χώρο του δικαίου. Ωστόσο, η νομιμοποίηση αυτή, ως κοινωνική νομιμοποίηση, είναι πανάρχαιη στην πράξη[1], στη δε  ανθρώπινη σκέψη βρίσκομε τις καταβολές της στην ελληνική αρχαιότητα, κυρίως δε στην αριστοτελική φιλοσοφία της  έννοιας των «ενδόξων», ως «νομιμοποιημένων» κοινωνικά (από τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας) «αληθειών»[2]. Η λίγες αυτές, ατελώς διατυπωμένες, σκέψεις για τη νομιμοποίηση αποβλέπουν στο να βοηθήσουν την κατανόηση του φαινομένου της μεταβολής των αρχών νομιμότητας, που έχομε εδώ ως αντικείμενο.

Η μεταβολή των θεμελιωδών αρχών νομιμότητας, που αποτελεί το αντικείμενό μας σ’ αυτές τις σκέψεις, θέτει, όπως ήδη σημειώσαμε το ζήτημα βάσεων του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Το ζήτημα αυτό είχε τεθεί θεωρητικά στο ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο με την εμφάνιση της θεωρίας του επαναστατικού σοσιαλισμού την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και των πρώτων κοινωνικών προβλημάτων της. Ζήτημα, όμως, της πολιτικής πράξης έγινε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, κυρίως δε αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με την επικράτηση στη μισή περίπου οικούμενη το σύστημα του κρατικού σοσιαλισμού, που αποτελούσε τον ιδεολογικοπολιτικό αντίποδα οικονομικού συστήματος εκείνου του καπιταλισμού[3].

 Κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος αυτού του πόλεμου και με τις εμπειρίες από τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κατά της αξίας του ανθρώπου, οικοδομήθηκε, στο πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας του ΟΗΕ, το διεθνές δίκαιο με υπερεθνική ισχύ στη βάση των αρχών που αναφέραμε πιο πάνω, με γνώμονα τη δημοκρατική αρχή και την προστασία της αξιοπρέπειας και της αξίας του ανθρώπου. Οι βάσεις αυτού του δικαιικού οικοδομήματος ήταν, για το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που είχε προέλθει από την αστική επανάσταση,  η αφηρημένη έννοια του ατόμου και οι επίσης γενικές και αφηρημένες έννοιες των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας, για τη διασφάλιση, μέσω των θεμελιωδών δικαιωμάτων του,  της ελεύθερης χωρίς διακρίσεις διαβίωσή του. Πάνω σ’ αυτές τις βάσεις άρχισαν να διαπλάσσονται: η δημοκρατική αρχή ως αρχή του πολιτικού συστήματος του εθνικού κράτους, η αρχή προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και οι δύο θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους.

Το δικαιικό αυτό οικοδόμημα, το οποίο απεικονίζεται και παρουσιάζεται σ’ αυτή την αφηρημένη λαμπρότητά του από τη νομική επιστήμη,  θα πρέπει να το δούμε, έστω φευγαλέα, στην ιστορική του πορεία και στις κοινωνικοπολιτικές τους διαστάσεις. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όλες αυτές οι αρχές και βάσεις του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος, κυρίως οι αφηρημένες έννοιες του ατόμου, της ελευθερίας και της ισότητας είναι γέννημα-θρέμμα των αστικών κοινωνιών που σχηματίστηκαν και αναπτύχθηκαν στα νέα και στα παλαιά αστικά κέντρα της μεσαιωνικής δυτικής Ευρώπης από τις ατελείωτες κοινότητες των δουλοπαροίκων και μοναχών της κοσμικής και της εκκλησιαστικής γεωκτημοσύνης× από τα θύματα, δηλαδή, και φυγάδες του ταξικού φεουδαλικού συστήματος εξουσίας των επώνυμων κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχόντων. Φυσικός καρπός αυτής της ιστορικής εμπειρίας ήταν η ιδεολογία της ανωνυμίας του αφηρημένου ατόμου ως υποκειμένου δικαιωμάτων, της αφηρημένης ελευθερίας και ισότητας και των γενικών και αφηρημένων δικαιωμάτων. Προεξάρχον δε δικαίωμα της αστικής ιδεολογίας ήταν εξαρχής το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, το οποίο η Συντακτική συνέλευση της Γαλλικής Επανάσταση «συνέζευξε εις σάρκαν μιαν» με την ελευθερία σε ακατάλυτο ζεύγος  της κεντρικής θεμελίωσης του νέου κοινωνικοπολιτικού συστήματος[4]. Πίσω από την ανωνυμία και το αόρατο του αφηρημένου θα κρύβονταν οι νέες μορφές διακρίσεων των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας, που θα ήταν προϊόν όχι πια επώνυμης ταξικής επιβολής, αλλά προσωπικής δράσης. Αυτά τα ιδεολογικά στοιχεία αποτέλεσαν την ιδεολογική και πολιτική βάση της αστικής επανάστασης, καθώς και τα δομικά στοιχεία του κοινωνικοπολιτικού συστήματος που εγκαθίδρυσε. Ιδιαίτερη δε σημασία για το αντικείμενό μας έχουν τα στοιχεία αυτά ως δομικά στοιχεία του θεσμικού συστήματος της αστικής δημοκρατίας.

Οι εμπειρίες που είχαν οι αστοί από την εκκλησιαστική και την κοσμική φεουδαλική εξουσία διαμορφώθηκαν στην ιδεολογική και πολιτική θέση της απεξάρτησης της αστικής κοινωνίας από κάθε θρησκευτική ή άλλη προκατάληψη που είχε διαμορφωθεί το Μεσαίωνα, η οποία ολοκληρώθηκε με το κίνημα της εκκοσμίκευσης της πολιτικής κοινωνίας και με το ρασιοναλισμό του Διαφωτισμού, εκφράστηκε δε και εδραιώθηκε πολιτικά από την αστική επανάσταση και με ιδιαίτερη έμφαση από τη Γαλλική Επανάσταση. Η κοινωνική ανάπτυξη στο νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα στην Ευρώπη συνδέθηκε εξαρχής με την ανάπτυξη του εμπορίου και τη βιομηχανική επανάσταση (17ος και 18ος αι.), στο ιστορικά ευρύτερο πλαίσιο της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης και των κοινωνιών του νέου κόσμου. Σ’ αυτό τον ιστορικό ορίζοντα, ήταν φυσικό η ανάπτυξη των εθνικών κρατών της Ευρώπης με το πολιτικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας –μαζί και των κρατών της Β. Αμερικής- να έχει ως κεντρικό άξονα την οικονομία και το οικονομικό σύστημα. Έτσι, κυριάρχησε εξαρχής ο κλασικός οικονομικός λιμπεραλισμός, που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Αγγλία, και ο πολιτικός λιμπεραλισμός, ο οποίος, πάντοτε στις βάσεις της φιλελεύθερης οικονομίας και της αστικής ιδεολογίας, περιοριζόταν, μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πολιτική αποδέσμευσης του αστικού πολιτικού συστήματος και της αστικής κοινωνίας από το μοναρχικό θεσμό και τα κατάλοιπα της φεουδαρχίας και, στις πιο παραγωγικές πολιτικές εκπροσωπήσεις του, στην οικοδόμηση ενός καθαρού αστικού κράτους.

Σ’ αυτές τις κοινωνικοπολιτικές βάσεις, το δικαιικό σύστημα της αστικής δημοκρατίας, οικοδομημένο πάνω στα υπερκείμενου ισχύος Συντάγματα των αστικών δημοκρατιών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και στις συνταγματικές, πια, αρχές που αναφέραμε πιο πάνω, παρουσιαζόταν στην κρατούσα διδασκαλία και επιστημονική σκέψη ως αντικειμενικό και ουδέτερο απέναντι στο οικονομικό σύστημα, καθώς ως σύστημα ισόρροπης λειτουργίας αρχών και κανόνων. Αυτό ούτε σωστό ήταν, ούτε ανταποκρινόταν στην πολιτική και πολιτειακή πραγματικότητα. Η γενικές έννοιες των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας και το όλο σύστημα των ατομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, που είχαν ως υποκείμενο το άτομο με τη γενική και αφηρημένη έννοια αποτέλεσαν το θεσμικό έδαφος πάνω στο οποίο δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε το οικονομικό σύστημα, ως σύστημα κοινωνικής εξουσίας οικονομικών σχέσεων, ελεύθερο και ανεξάρτητο από την επιβολή του κράτους και με πλήρη προστασία από το δικαιικό και το όλο θεσμικό συστημα. Η δυναμική και η ζωτικότητα του καπιταλισμού στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών διόγκωσε τα καταναλωτικά και, γενικότερα, τα οικονομικού χαρακτήρα ενδιαφέροντα, αποδυναμώνοντας όλα τα άλλα που οδηγούν στη δημιουργία μη οικονομικού χαρακτήρα πολιτισμικών αγαθών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της καταναλωτικής κοινωνίας και την πλήρη υπεροχή κυριαρχίας της οικονομίας στην πολιτική κοινωνία. Η υπεροχή αυτή της οικονομίας είχε ως συνέπεια να σωρευθεί πρακτικά το μέγιστο μέρος της  προστατευτικής λειτουργίας των συνταγματικών και διεθνών εγγυήσεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ελευθερίας στην οικονομική και στην επαγγελματική ελευθερία. Η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας  λειτούργησε και λειτουργεί στην πράξη κατά κύριο λόγο ως οικονομική ελευθερία και ελευθερία των συναλλαγών, ολόκληρο δε το δίκαιο ισχύει στην πραγματικότητα ως δίκαιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Έτσι, η πορεία και ανάπτυξη του όλου κοινωνικοπολιτικού συστήματος έγινε ετεροβαρής προς την πλευρά των οικονομικών σχέσεων. Η προαγωγή των μη οικονομικής σημασίας πολιτισμικών αξιών και πνευματικών αγαθών περνούσε και περνά μέσα από τις αξιολογήσεις της οικονομίας της αγοράς. Όλα τα αγαθά κοινωνικής συμβίωσης και πνευματικού πλούτου που γέννησε ο άνθρωπος στην πορεία της ιστορίας του, όλα, δηλαδή, τα προϊόντα σκέψης, τέχνης και λόγου και όλες οι πνευματικές δυνατότητες του ανθρώπου υπήχθησαν και υποτάχθηκαν στην εξουσία χρήσης, αξιολόγησης, αξιοποίησης και προαγωγής της κερδοφορίας τους× κατέστησαν εμπορεύματα. Ο ουμανισμός, που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε από την εποχή των μεσαιωνικών «αναγεννήσεων» («καρολίγγεια αναγέννηση και αναγέννηση του 12ου αι.), κορυφώθηκε κατά την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό και κατέστη μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκπαιδευτική πολιτική της Ευρώπης, δεν μπόρεσε να γλιτώσει τον άνθρωπο από την οικονομική υποδούλωση και τον ευτελισμό της αξίας του. Στο σύστημα του ατομικισμού και του φιλελευθερισμού δεν μπορούσε να αντισταθεί καμιά άλλη τάση και κατεύθυνση πολιτισμού απέναντι στη δύναμη και στη δυναμική της οικονομικής βαρβαρότητας.

Η βιομηχανική επανάσταση έδειξε πολύ σύντομα τα προβλήματα του νέου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Τα γνωστά αυτά προβλήματα κινητοποίησαν και τη σκέψη (θεωρίες του μεταρρυθμιστικού και του επαναστατικού σοσιαλισμού) και την κοινωνία (Παγκόσμιο Εργατικό Κίνημα του 18ου αι.) και την πολιτική (πολιτικές κινητοποίησης των μέσων του 18ου αι. -1848- και της καθολικής εκκλησίας – Encyclika Rerum Novarum του 1899). Με την κινητοποίηση εκείνη τέθηκαν μεν τα ιδεολογικοπολιτικά και τα θεωρητικά θεμέλια του κοινωνικού κράτους[5] στο πλαίσιο του αστικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος, δεν μπόρεσαν, όμως, να επιδράσουν το δικαιικό σύστημα. Αυτό έγινε, όπως είναι γνωστό, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου, για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων της κρίσης, κυρίως των εργασιακών, και των θυμάτων που είχε δημιουργήσει[6]. Η αρχή του κοινωνικού κράτους άρχισε να οικοδομείται δικαιικά, θεσμικά και πολιτικά, στο πλαίσιο και στις βάσεις του ευρύτερου δικαιικού και θεσμικού οικοδομήματος των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αρχών και πολιτικών δικαιωμάτων της δημοκρατικής νομιμότητας, που ήδη αναφέραμε, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Η πολιτική ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους έκαμε σημαντικά βήματα μέχρι και τη δεκαετία του 1970 στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, όπου  η πολιτική αυτή στο δικαιικό και θεσμικό επίπεδο δεν παρουσίασε καμιά ανάπτυξη. Η πολιτική ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους στη δυτική Ευρώπη ακολούθησε το κοινωνικό πνεύμα διάπλασης του διεθνούς δικαίου του ΟΗΕ, που απέκτησε  δικαιική ισχύ με διεθνείς διακηρύξεις σε πολυμερείς συνθήκες, όπως είναι η Οικουμενικής Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948[7] το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα του 1966 και άλλες συνθήκες για τα δικαιώματα της γυναίκας και του παιδιού, καθώς και η ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού δικαίου και της διεθνούς προστασίας των εργαζομένων. Στη δυτική Ευρώπη, η κοινωνική πολιτική αναπτύσσεται με τη θέσπιση κοινωνικών δικαιωμάτων και κοινωνικών περιορισμών της ιδιοκτησίας και  άλλων ατομικών ελευθεριών στα νέα συνταγματικά κείμενα και στην εσωτερική νομοθεσία των κρατών της, με ανάπτυξη και θεσμική οργάνωση άσκησης της κοινωνικής πολιτικής σε σχετικά ευρεία κλίμακα, ενώ στο υπερεθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησαν σε σημαντικό βαθμό στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού κοινωνικού δικαίου. Η μεταπολεμική αυτή ανάπτυξη της κοινωνικής πολιτικής  και της θεσμοποίησής της δημιούργησε, ήδη από τη μεσοπολεμική εμφάνισή της, πολλές φρούδες ελπίδες στους μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές και στους θεωρητικούς του κοινωνικού κράτους, που προσέβλεπαν σε μια κοινωνική δημοκρατία[8]. Κατά τις δεκαετίες 1965-1985, η εν λόγω πολιτική παρουσιάζει και μια σημαντικά ενισχυμένη κομματική εκπροσώπηση στις κοινοβουλευτικές χώρες της Ευρώπης.

Η Άνοιξη αυτή του κοινωνικού κράτους, στην οποία πολλές ελπίδες στηρίχθηκαν, δεν ήταν γνήσιο τέκνο του κοινωνικοπολιτικού συστήματος της αστικής δημοκρατίας, η οποία διατήρησε και ενίσχυσε τις βάσεις του οικονομικού και του πολιτικού φιλελευθερισμού και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[9]. Η ιστορία του κοινωνικού κράτους μας δείχνει καθαρά ότι η κοινωνική πολιτική εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε για να ικανοποιήσει ανάγκες επιβίωσης του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού απέναντι στους ιδεολογικοπολιτικούς αντιπάλους του και απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε ως κοινωνικό σύστημα. Η μεταπολεμική κοινωνική πολιτική που οικοδόμησε το θεσμικό σύστημα του κοινωνικού κράτους στη δυτική Ευρώπη ήταν καρπός της απειλής του καπιταλισμού από το σύστημα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Έτσι, το κοινωνικό δίκαιο  δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι γνήσιο τέκνο του καπιταλισμού. Ήταν απλά ένα όπλο άμυνάς του απέναντι στο «φάντασμα του κομουνισμού», το οποίο δεν περιτριγύριζε απλά και άυλα στην Ευρώπη, όπως την εποχή του Μανιφέστου,  αλλά, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την είχε πια με πραγματικές κρατικές δυνάμεις περικυκλωμένη[10]. Η πολιτική αντιμετώπισης αυτού του «φαντάσματος» δεν ήταν μόνο το πυρηνικό οπλοστάσιο που τελικά δεν μπόρεσε να επιβληθεί, αλλά και το οπλοστάσιο των ατομικών ελευθεριών και του κοινωνικού κράτους δικαίου, καθώς και οι πολιτικές ελευθερίες της αστικής δημοκρατίας, που προβάλλονταν κατά της αντίπαλης υπερδύναμης για σύγκριση. Το αποτελεσματικότερο, όμως, όπλο δεν ήταν η κοινωνική πολιτική της Δύσης, όσο η δύναμη του ίδιου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, που επιβλήθηκε πολύ σύντομα μετά τον Πόλεμο στην παγκόσμια οικονομία. Τη δύναμη αυτή διείδε αμέσως μετά το τέλος του Πόλεμου η ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της Δύσης, οι ΗΠΑ, οι οποίες φρόντισαν πολύ έγκαιρα να θέσουν στο υπερεθνικό επίπεδο τα θεσμικά θεμέλια του οικονομικού λιμπεραλισμού και της δύναμης του κεφαλαίου, που θα επέβαλλαν παγκοσμίως το οικονομικό σύστημα του μεταπολεμικού καπιταλισμού. Σ’ αυτές τις θεσμικές βάσεις έχει τις ρίζες του το σημερινό φαινόμενο της μεταβολής, αλλοίωσης και κατάλυσης των βάσεων νομιμότητας της αστικής δημοκρατίας. Ας το δούμε από πιο κοντά: 

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δύο μεγάλες δυνάμεις από την πλευρά των νικητών ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση, με αντίθετα και ιδεολογικοπολιτικά αντίπαλα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, περιέπεσαν σε έναν οξύ ψυχρό πόλεμο ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα. Οι επεκτατικές τάσεις των δύο αντιπάλων ήταν και ιδεολογικοπολιτικές και γεωπολιτικές. Ένα από τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα μετά την ήττα και την ολοκληρωτική εκμηδένιση του εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού ήταν η θέσπιση των θεμελιωδών αρχών και κανόνων στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου, που θα ήταν αποδεκτοί και από τα δύο στρατόπεδα των νικητών και θα αποτελούσαν το θεμελιώδες υπερεθνικό σύστημα νομιμότητας, με ύπατο φρουρό τον ΟΗΕ, αλλά και με τη χαλαρή και ελαστική ισχύ του διεθνούς δικαίου. Οι θεμελιώδεις αρχές αυτού του συστήματος, που ήδη αναφέραμε (δημοκρατική αρχή, αρχή σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου αρχή της ειρήνης, αρχή προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα δικαιώματα της Οικουμενικής Διακήρυξης του 1948), ήταν, όπως επισημάναμε, προϊόν της πρόσφατης τότε εμπειρίας του φασισμού και του πολέμου. Ιδιαίτερα δε πρέπει να υπογραμμίσομε ότι, μέσα στο αντιπολεμικό και ειρηνικό πνεύμα διευθέτησης των διεθνών σχέσεων που είχε δημιουργήσει στο διεθνές επίπεδο η σκληρότητα του κατακτητικού πολέμου, η προστασία της κυριαρχίας του εθνικού κράτους εμφανίζεται στο νέο υπερεθνικό σύστημα νομιμότητας του ΟΗΕ, με βάση και τις εγγυήσεις της στο άρθρο 4 του Καταστατικού του Χάρτη,  πολύ ισχυρότερη. Όπως είδαμε δε, σ’ αυτό το επίπεδο νομιμότητας, τέθηκαν, με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948, τα θεμέλια όχι μόνο του ανθρωποκεντρικού συστήματος προστασίας των ελευθεριών, αλλά και της αρχής του κοινωνικού κράτους, ως υπερεθνικής αρχής νομιμότητας[11]. Η όλη αυτή ρύθμιση θέσπισης κανόνων δικαίου αποτέλεσε την πρώτη μορφή «παγκοσμιοποίησης», ως παγκοσμιοποίησης αρχών δικαίου, αφού η εφαρμογή τους ήταν στα χέρια υπερεθνικής εξουσίας, της εξουσίας του ΟΗΕ. Η αφετηρία αυτή της παγκοσμιοποίησης ήταν, αναμφίβολα, ορθή, η οποία, όμως, υποτάχθηκε πολύ σύντομα στην παγκοσμιοποίηση της οικονομικής εξουσίας και έμεινε σκιώδης. Ιδιαίτερη δε πολιτική σημασία για την ποιοτική εξέλιξη της ισχύος αυτής της τάξης νομιμότητας έχει το  γεγονός ότι η πρωτοβουλία διαμόρφωσης και της όλης της πορείας έμεινε, ουσιαστικά, στα χέρια του μη σοσιαλιστικού κόσμου, ιδίως των ΗΠΑ. Η Σοβιετική Ένωση, παρά την αναγνωριζόμενη διεθνώς σημαντική θετική συμβολή της αντιπροσωπίας της στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Διακήρυξης, δε φαίνεται να διεκδίκησε την πρωτοβουλία σ’ αυτό το έργο, κρατώντας μόνο το ρόλο διατύπωσης αντιρρήσεων και προτάσεων κατά τη συντακτική διαδικασία[12]. Η γενικότητα, άλλωστε, των εννοιών «δημοκρατία», «αξία του ανθρώπου» «ιδιοκτησίας» και των άλλων δικαιωμάτων της Διακήρυξης, αλλά και το όλο πολιτικό κλίμα για τα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού και του φασισμού  κατά του ανθρώπου δεν άφηναν στις δύο ιδεολογίες περιθώριο δημιουργίας εδάφους για αντιθέσεις. Όμως, η πρωτοβουλία και η εργώδης απασχόληση της Δύσης στο έργο της διεθνούς  τάξης έδωσε στο όλο σύστημα διακηρύξεων και εγγυήσεων ένα ελαφρό χρώμα ευρωπαϊκής αστικής ιδεολογίας. Το χρώμα αυτό ενισχύθηκε στη μετά τον Πόλεμο πορεία εξέλιξης και συγκεκριμενοποίησης των εν λόγω αρχών με νέες διακηρύξεις και με την εφαρμογή τους στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Στη διαρκή ενίσχυση του ιδεολογικοπολιτικού πνεύματος των αρχών της διεθνούς νομιμότητας και της πορείας της παγκοσμιοποίησης του δικαίου προς την πλευρά της φιλελεύθερης αστικής ιδεολογίας συνέβαλε καθοριστικά η ιμπεριαλιστική εξωστρέφεια και ο δυναμισμός της καπιταλιστικής οικονομίας στην πολιτική του δυτικού κόσμου απέναντι στην εσωστρέφεια του κλειστού «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ωστόσο, ο καπιταλισμός και ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός δεν κατάφερε να υποτάξει το υπέρτατο αυτό σύστημα αρχών νομιμότητας στον πλανήτη και να το κάμει στήριγμά του. Γι’ αυτό και έγινε, όπως θα δούμε, ιδιαίτερα ενοχλητικό, έγινε εμπόδιο για τη δεύτερη φάση εξέλιξής του.

Την ακαταλληλότητα των ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα δικαιωμάτων και αρχών διεθνούς νομιμότητας για τη στήριξη του καπιταλιστικού ιμπεριαλισμού συνειδητοποίησε εξαρχής το κέντρο εξουσίας του, οι ΗΠΑ, οι οποίες φρόντισαν, στο πλαίσιο και με το κύρος του ΟΗΕ, να τεθούν τα θεσμικά θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού. Τα θεμέλια αυτά της νέας οικονομικής τάξης τέθηκαν από τη γνωστή «Νομισματική και Δημοσιονομική Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών» στο Bretton Woods των ΗΠΑ[13]. Η Συνδιάσκεψη καθιέρωσε ενιαίο Νομισματικό Σύστημα με βάση την ισοτιμία του δολαρίου,  που ρύθμιζε τις εμπορικές και τις δημοσιονομικές σχέσεις όλων των χωρών με ελεύθερη οικονομία, θεμελιωμένο πάνω στις βάσεις του καπιταλισμού: της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Αντιπρόσωποι 29 μόνο χωρών από εκείνες που αντιπροσωπεύθηκαν στο Bretton Woods ίδρυσαν, στις 27 Δεκεμβρίου 1945, ως φορέα εφαρμογής αυτού του συστήματος, το γνωστό μας Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund). Από αντιπροσώπους στην ίδια Συνδιάσκεψη ιδρύθηκε και ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank Group – WBG). Την ίδια εποχή – το 1946- συνήφθη το Γενικό Σύμφωνο Τιμών και Εμπορίου (General Agreement on Tariffs and Trade – GATT), που καθόρισε αυστηρούς κανόνες για την τήρηση των αρχών της ελεύθερης αγοράς στο διεθνές εμπόριο.[14]. Το Σύμφωνο αυτό λειτούργησε ως διεθνής οργανισμός με μεγάλη αποτελεσματικότητα μέχρι την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (World Trade Organization – WTO), την 1.1.1995. Οι εν λόγω Οργανισμοί υπάγονταν μεν θεσμικά στον ΟΗΕ, χειραγωγούνταν, όμως, εξαρχής από τα κέντρα του καπιταλιστικού συστήματος οικονομίας, με την πολιτική κατεύθυνση των ΗΠΑ, οι οποίες είχαν από την ίδρυσή τους και διατηρούν μέχρι σήμερα την αποφασιστική θέση ισχύος στη διοίκησή τους. Ενισχύθηκα δε ουσιαστικά από την οικονομική επιστήμη, η οποία ακολούθησε με την πλειονότητα των οικονομολόγων τη «Σχολή του Σικάγου» και τον πατέρα του οικονομικού νεολιμπεραλισμού (ή νεοφιλελευθερισμού) Milton Friedmann. Οι εν λόγω Οργανισμοί έγιναν οι ρυθμιστές των διεθνών οικονομικών συναλλαγών στον κόσμο της ελεύθερης οικονομίας. Μετά την κατάρρευση του συνασπισμού των σοσιαλιστικών χωρών, μαζί με το οικονομικό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού, απέκτησαν παγκόσμια ισχύ, οπότε παρουσίασαν αυξημένη αυστηρότητα στην τήρηση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς, δημιουργώντας συχνά σοβαρά κοινωνικά προβλήματα σε κράτη στα οποία παρενέβαιναν.

Αν μελετήσει κάνεις προσεκτικά τις καταστατικές διατάξεις και τις κανονιστικές ρυθμίσεις της λειτουργίας των παραπάνω Οργανισμών θα διαπιστώσει με ευκολία ότι αποτελούν θεμέλιο δικαιικής αντίληψης και δικαιικού συστήματος εντελώς διαφορετικής βάσης από το ανθρωποκεντρικό δικαιικό σύστημα αρχών του ΟΗΕ, από το οποίο όχι μόνο αποκλίνει, αλλά και σε καίρια σημεία του το αντιστρατεύεται. Σήμερα, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι το σύστημα δικαίου που θεμελίωσαν για τη διεθνή νομιμότητα των οικονομικών συναλλαγών οι εν λόγω Οργανισμοί αποτελεί γνήσιο καρπό της αντίληψης του καπιταλισμού, όπως τον γνωρίζομε σήμερα.

Με την ισχύ της νέας αυτής θεσμικής τάξης, η αμερικανική οικονομία, η οποία ήταν ανέκαθεν άκρως λιμπεραλιστική και, σε σύγκριση με τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, χωρίς ή με ελάχιστες δικαιικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις των αρχών κοινωνικού κράτους και της προστασίας του κοινωνικού συμφέροντος, εξαπλώθηκε στον πλανήτη με πρωτοφανούς στην ιστορία μεγέθους πολυεθνικές επενδύσεις, οι οποίες απέκτησαν δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια αγορά. Έτσι, το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού απέκτησε, στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας,  προβάδισμα απέναντι στο σοβιετικό σύστημα οικονομίας ήδη πριν από την κατάρρευσή του. Η γιγάντωσή αυτή της οικονομίας της αγοράς με την εξάπλωση των –κατά πλειονότητα αμερικανικών- πολυεθνικών επιχειρήσεων σήμαινε άνοδο του κεφαλαίου από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο παραγωγής και διάθεσης των αγαθών και παροχής υπηρεσιών. Σ’ αυτό το επίπεδο, το κεφάλαιο άρχισε να αυτονομείται, αποκτώντας υπερεθνική ρυθμιστική δύναμη στην παγκόσμια οικονομία. Μια από τις πρώτες σημαντικές κινήσεις, που του έδωσαν ισχυρή υπερεθνική δύναμη με αντίστοιχη εξάρτηση των εθνικών οικονομιών ήταν η πολιτική προώθησης του δανεισμού των κρατών την οικονομική τους ανάπτυξη με χαμηλά επιτόκια από τα τεράστια αποθέματα που είχαν αρχίσει να σωρεύονται στα πιστωτικά κέντρα. Αυτή η πολιτική υποστηρίχθηκε εκθύμως και από την κρατούσα οικονομική επιστήμη, στις δεκαετίες 1970-1980 και μετά. Αυτό είχε ως συνέπεια των υπερδανεισμό των εθνικών κρατών και την οικονομική τους εξάρτηση. Η δεύτερη και πολύ ευρύτερη και ισχυρότερη σε δύναμη κίνηση στο πεδίο του κεφαλαίου είναι η ανάπτυξη του συστήματος τιτλοποίησης και εισαγωγής στην ελεύθερη αγορά όχι μόνο της ιδιοκτησίας, αλλά του συνόλου των οικονομικών σχέσεων που ενισχύουν την κερδοφορία του κεφαλαίου. Όλα τα μεγάλης οικονομικής αξίας και σημασίας αγαθά (πετρέλαιο, ορισμένα μέταλλα, στάρι, ρύζι) και όλες οι οικονομικές σχέσεις και συναλλαγές που εγκλείουν σημαντικής οικονομικής αξίας  δικαιώματα και υποχρεώσεις (δανεισμός, επενδύσεις, σχέσεις διακίνησης και εμπορίου αγαθών, σχέσεις παροχής μεγάλης οικονομικής αξίας υπηρεσιών, σχέσεις ασφάλισης) έγιναν ανώνυμοι τίτλοι (άυλοι τίτλοι ή αξιόγραφα) του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και εισήχθησαν ως αντικείμενα ελεύθερης συναλλαγής στην ανεξάρτητη και ελεύθερη παγκόσμια αγορά. Σ’ αυτή την αγορά το κεφάλαιο κερδίζει ανώνυμα και εκτός  παραγωγής και διάθεσης πραγματικών αγαθών και παροχής υπηρεσιών.  Με άλλες λέξεις: η ιδιοκτησία ως δικαιώματα οικονομικού περιεχομένου λειτουργεί ως τιτλοποιημένο κεφάλαιο και αυξάνεται ή μειώνεται κερδίζοντας ή ζημιούμενο,  σε μια άυλη παγκόσμια αγορά χωρίς υποκείμενο και χωρίς πραγματικό αντικείμενο, με την παραδοσιακή έννοια αγαθού, που παράγεται με ανθρώπινη εργασία. Εδώ έχομε μια πρώτη πολύ βαθιά αλλοίωση δικαιώματος: την αλλοίωση –ορθότερα: μετουσίωση- του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που συνίσταται με μια δέσμη πραγματικών δικαιωμάτων – εξουσιών πάνω στο ιδιοκτησιακό αντικείμενο και πραγματικών κοινωνικών σχέσεων εξουσίας.

Η αυτόνομη πια παγκόσμια οικονομία, ως κυρίαρχο χρηματοοικονομικό σύστημα, αν και άρχισε να ξεφεύγει προοδευτικά από τη χειραγώγηση της πολιτικής επεκτατισμού των μεγάλων δυνάμεων, προκάλεσε, ωστόσο, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω , τη συνεργασία τους για την προώθηση των γεωπολιτικών τους στόχων. Το αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι ότι η δυναμική αυτή της επεκτατικής εξουσίας του χρηματοοικονομικό συστήματος και των γεωπολιτικών επιδιώξεων των μεγάλων δυνάμεων (ιμπεριαλισμού) δε χωρούσε πια στο πλαίσιο αρχών και κανόνων δημοκρατικής νομιμότητας που είχε θεσπίσει και εγγυηθεί μετά τον Πόλεμο η διεθνής κοινότητα μέσω του ΟΗΕ για τους λαούς του πλανήτη. Πρέπει δε να υπενθυμίσομε ότι οι αρχές και κανόνες αυτής της νομιμότητας δεν είχαν μείνει στα σύννεφα του διεθνούς δικαίου, πάνω από την πραγματική ζωή της διεθνούς κοινότητας× είχαν υιοθετηθεί, συγκεκριμενοποιηθεί και εμπλουτισθεί στο σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στα Συντάγματα των αστικών δημοκρατιών, όπου και αποτελούν άμεσα ισχύον δίκαιο των αντίστοιχων έννομων τάξεων. Σ’ αυτή τη βάση νομιμότητας και κυρίως στη βάση της προστασίας της κυριαρχίας του εθνικού κράτους, είχαν αναπτυχθεί εθνικές νομοθεσίες μέτρων για την προστασία των εθνικών οικονομιών και του εθνικού νομίσματος, που αποτελούσαν σοβαρά εμπόδια για την κερδοφόρα ανάπτυξη του υπερεθνικού κεφαλαίου έκτος παραγωγής. Έτσι εισήχθη θεσμικά η ανεξέλεγκτη ελευθερία της αγοράς στο υπερεθνικό επίπεδο κερδοσκοπικής διακίνησης του τιτλοποιημένου κεφαλαίου. Μεγάλο θεσμικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, που συμπλήρωσε το παλαιό θεσμικό σύστημα της Συνδιάσκεψης Bretton Woods, όπως είχε εξελιχθεί, είναι η δέσμη μέτρων που διαμορφώθηκε από την οικονομική πολιτική των ΗΠΑ, γνωστή με το όνομα «Washington Consensus». Η δέσμη αυτή των δέκα μέτρων οικονομικής πολιτικής που έχει υιοθετήσει και η Ευρωπαϊκή Ένωση και που αποτελεί βάση της σημερινής υπερεθνικής οικονομικής πολιτικής για την «αντιμετώπιση» των κρίσεων κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά όχι μόνο, εκφράζει την πολιτική της ανεξέλεγκτης ελευθερίας της αγοράς, έχει δε χαρακτηριστεί διεθνώς ως «φονταμενταλισμός αγοράς» ή «νεολιμπεραλισμός» και έχει επικριθεί, κυρίως από τους «νεοκεϊνσιανιστές», λόγω του είδους και της αυστηρότητάς της[15]. Με βάση, πάντως, τις αρχές αυτής της υπερεθνικής οικονομικής πολιτικής, αναπτύχθηκε μια πολιτική πρακτικής οικονομικών επεμβάσεων του συστήματος αυτού στα εθνικά κράτη με σοβαρές παραβιάσεις του ισχύοντος υπερκείμενου των νόμων δικαίου αρχών και κανόνων της εν λόγω νομιμότητας, που υποκρύπτει την πολιτική μεταβολής των άρχων και κανόνων νομιμότητας, που εξετάζομε[16].

Η επέμβαση σε μεγάλους τομείς της οικονομίας και χειραγώγησης της αντίστοιχης οικονομικής πολιτικής του εθνικού κράτους δεν μπορούσε να γίνει απευθείας από κέντρα οικονομικής εξουσίας, όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, χωρίς τη χρησιμοποίηση του θεσμικού συστήματος και ειδικότερα τους νομικούς θεσμούς, κανόνες και διαδικασίες, που παρέχει το υπερεθνικό και το εθνικό δίκαιο. Έτσι, η εξουσία επέμβασης περνά αναγκαστικά από το πολιτικό σύστημα και η επέμβαση  καθίσταται πολιτική πράξη. Ο θεσμός που συνηθίζεται να χρησιμοποιείται για μια τέτοια επέμβαση είναι ο δανεισμός του κράτους. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεκριμένα στην Ελλάδα και στην Κύπρο, χρησιμοποιήθηκαν πρόσφατα και άλλοι θεσμοί, όπως ο θεσμός ελέγχου της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος από την Ένωση. Σύμφωνα με όσα εκθέσαμε πιο πάνω, οι στόχοι των κέντρων εξουσίας του  υπερεθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και των μεγάλων δυνάμεων είναι: η χειραγώγηση μέχρι και την κατάλυση της εθνικής οικονομίας του κράτους προς όφελος της πολυεθνικής και υπερεθνικής οικονομίας με τον ειδικότερο στόχο την κερδοφορία του κεφαλαίου και η πολιτική χειραγώγηση του κράτους με τον ειδικότερο στόχο τη γεωπολιτική επέκταση επιβολής των μεγάλων δυνάμεων.  Με μια φράση: η πολιτική αυτή επέμβασης στο εθνικό κράτος έχει ως διπλό στόχο την ενίσχυση των δυνάμεων του υπερεθνικού (χρηματοοικονομικού) καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να εκπληρωθούν στην έκταση που επιδιώκουν τα σχετικά κέντρα εξουσίας μέσα στα στενά όρια της διεθνούς, της υπερεθνικής και της συνταγματικής νομιμότητας. Έτσι, για την επίτευξή τους, έπρεπε να αναπτυχθεί μια πρακτική υπέρβασης αυτών των ορίων νομιμότητας και των τριών επιπέδων, η οποία θα αποτελούσε και μια πηγή εμπειρικής γνώσης για τη δυνατότητα και τους όρους μιας επιχείρησης θεσμικής μεταβολής  της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής έχει εφαρμοστεί πολλές φορές από τους διεθνείς Οργανισμούς, το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου  σε έκτος της Ευρώπης υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες με χρόνια ή πρόσκαιρη οικονομική κρίση. Όσον αφορά, όμως, την Ευρώπη, η οποία αποτελούσε και αποτελεί τη δυσκολότερη περιοχή του πλανήτη  για υπερβάσεις των ορίων νομιμότητας, των αρχών της οποίας είναι η ίδια κοιτίδα, η εφαρμογή αυτής της πολιτικής, άρχισε από την Ελλάδα και την Κύπρο με υποκείμενα του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου τις χώρες της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ. Έτσι, οι δύο αυτές χώρες, ως χώρες πρώτης εφαρμογής της εν λόγω πολιτικής επέμβασης με παραβίαση των αρχών και κανόνων νομιμότητας, καθώς και για τους στόχους που αναφέραμε, αποτελούν και τις χώρες του πειράματος επιτυχίας της. Πρέπει να επισημανθεί ότι η επιλογή μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών της Ελλάδας και της Κύπρου δεν είναι πολιτικά τυχαία. Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αναλυθεί ο ουσιαστικός κορμός της πολιτικής  επέμβασης στις δύο χώρες, αλλά να περιοριστεί στον παράπλευρο στόχο μεταβολής των άρχων νομιμότητας του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, που θα διευκολύνει την πολιτική οικονομικής επέμβασης σε εθνικό κράτος. Γι’ αυτό περιοριζόμαστε στην απλή αναφορά των τεσσάρων βασικών λόγων επιλογής της Ελλάδας και της Κύπρου: (α) Οι δύο χώρες με τις όμορες ΑΟΖ τους αποτελούν την πλουσιότερη σε υποθαλάσσιο και ορυκτό πλούτο περιοχή της Μεσογείου. (β) Οι δύο χώρες με τις θαλάσσιες περιοχές τους αποτελούν την πιο ενδιαφέρουσα γεωπολιτικά περιοχή της Μεσογείου. (γ) Οι δύο χώρες -ιδίως η Ελλάδα- ήταν οι προσφορότερες στην Ευρώπη για την εφαρμογή της εν λόγω πολιτικής, γιατί είχαν και έχουν –όπως αποδείχτηκε και αποδεικνύεται καθημερινά- τις μικρότερες και ασθενέστερες δυνάμεις πολιτικής αντίστασης για μια τέτοια εξωτερική επέμβαση. (δ) Οι δύο χώρες ήταν επίσης προσφορότερες, γιατί αναμενόταν από τους πολιτικούς σχεδιαστές της επέμβασης –σωστά, όπως αποδείχτηκε- η απάθεια και η έλλειψη συναισθήματος αλληλεγγύης προς τους Έλληνες του Νότου από τους λαούς του ευρωπαϊκού Βορρά, πράγμα που διευκόλυνε την επιχείρηση.

Από την πρακτική οικονομικής επέμβασης στην Ελλάδα και στην Κύπρο προκύπτουν συχνές ή διαρκείς παραβιάσεις των ακόλουθων αρχών και κανόνων νομιμότητας των τριών επιπέδων ισχύος της, του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του συνταγματικού επιπέδου[17]: (α) της αρχής σεβασμού και προστασίας της κυριαρχίας του κράτους, (β) της δημοκρατικής αρχής και της αρχής του πολιτεύματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, (γ) της αρχής σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, (δ) της αρχής σεβασμού και προστασίας της προσωπικότητας (κυρίως της σφαίρας που αφορά τον έλεγχο της οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης του προσώπου), (ε) της αρχής της ελευθερίας της επικοινωνίας και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (στ) των άρχων της ισότητας, της ισότητας βαρών και της αναλογικότητας βαρών και επιβολής υποχρεώσεων, (ζ) της αρχής του κράτους δικαίου, κυρίως με τη μορφή της παροχής πλήρους δικαστικής προστασίας, (η) της αρχής του κοινωνικού κράτους, με τη μορφή της προστασίας των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, (θ) της αρχής προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας (διαφόρων μορφών και κατηγοριών περιουσιακών  δικαιωμάτων) και (ι) της αρχής και των κανόνων προστασίας πολλών άλλων δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.

Για να συλλάβομε με μεγαλύτερη πιστότητα την εικόνα των παραβιάσεων νομιμότητας ας τις δούμε στις κατηγορίες που ανήκουν:

α. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι παραβιάσεις της κυριαρχίας του κράτους. Η βαρύτατη παραβατικότητα εδώ επιχειρείται να κρυφτεί κάτω από το θεσμό και τους όρους του κρατικού δανεισμού. Είναι, όμως, ορατή, πρώτον, γιατί οι παραβατικοί όροι του δανεισμού είναι πρωτοφανείς στην ιστορία της δανειοδότησης κράτους και, δεύτερον, γιατί οι βασικότεροι από αυτούς είναι τόσο άσχετοι με τη διασφάλιση του δανείου, όλοι δε μαζί υπερβαίνουν σε τέτοιο πρωτοφανή βαθμό τα όρια της αναγκαιότητας για αυτή τη διασφάλιση, ώστε η καταχρηστικότητα τους και η επιδίωξη άλλων πολιτικών στόχων είναι προφανής. Η παραβατικότητα εδώ συγκεκριμενοποιείται στους τόπους: (α) άσκηση πολιτικής και οικονομικής βίας για την αποδοχή των όρων× (β) υπερδανεισμός με προσβολή των βασικών αναγκών του λαού για αξιοπρεπή διαβίωση και για την εθνική άμυνα («επαχθές χρέος»)[18]× (δ) όρος παραίτησης από όλες τις ασυλίες του κράτους (με παραίτηση και από εκείνες που προστατεύουν τα δικαιώματα εθνικής κυριαρχίας)× (ε) όρος δέσμευσης του συνόλου της δημόσιας περιουσίας× (στ) πλήρης δέσμευση της οικονομικής πολιτικής (με τον αμέσως προηγούμενο όρο και με την επιβολή του «Προγράμματος Προσαρμογής της Οικονομικής Πολιτικής»× (ζ) άμεσος διοικητικός έλεγχος του συνόλου της κυβερνητικής και της διοικητικής λειτουργίας του κράτους σε ολόκληρο τον τομέα της οικονομικής πολιτικής και της εξωτερικής οικονομικής πολιτικής και οικονομικών διεθνών σχέσεων από διοικητικά όργανα διεθνών οργανισμών στο εσωτερικό της Ελλάδας και, ειδικότερα, στους χώρους άσκησης των εν λόγω λειτουργιών× (η) στο πλαίσιο του τελευταίου ελέγχου, η άσκηση ελέγχου από τα όργανα των δανειστών των δαπανών εθνικής άμυνας.

β. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι παραβιάσεις της λειτουργίας του πολιτεύματος και της δημοκρατικής νομιμότητας (παράκαμψη αρμοδιοτήτων της Βουλής, με κυριότερη περίπτωση τη μη κύρωση των διεθνών δανειακών συμβάσεων και συμφωνιών, συνεχής παραβίαση των συνταγματικών αρχών και όρων άσκησης της νομοθετικής και της κανονιστικής λειτουργίας, πλήρης χειραγώγηση των μεγάλων έντυπων και ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ και πλήρους ανακρίβειας και ουσιαστικής αβασιμότητας κυβερνητικές ενημερώσεις του κοινού που προσβάλλουν την ουσία της δημοκρατικής αρχής του πολιτεύματος κ. ά.).

(γ) Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν οι σωρευτικές και διαρκείς παραβιάσεις των εγγυήσεων του υπερκείμενου δικαίου: του δικαιώματος προστασίας της αξίας του ανθρώπου (κυρίως με παραβιάσεις της διασφάλισης αξιοπρεπούς διαβίωσης), των δικαιωμάτων από την αρχή του κράτους δικαίου και των κοινωνικών δικαιωμάτων, των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, των ελευθεριών του προσώπου και των δικαιωμάτων της προσωπικότητας (διοικητικές πράξεις έκτος νομοθετικής εξουσιοδότησης, κατάλυση  και παραβίαση ιδιωτικής σφαίρας και απορρήτων κ.λ.π), των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (οικονομικών αξιώσεων μισθών ασφαλιστικών παροχών κ.λπ., οικονομικών δικαιωμάτων από άλλα περιουσιακά στοιχεία) και πολλών άλλων δικαιωμάτων και έννομων συμφερόντων. Εδώ ανήκουν και οι παραβιάσεις των εγγυήσεων των πιστωτικών σχέσεων και των συνδεόμενων με αυτά ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των καταθετών, μετόχων, δανειστών κ.λπ προσώπων των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κορύφωση των οποίων είδαμε στην επέμβαση στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου. Ειδικότερα πρέπει να αναφερθεί η εμμονή των δανειστών της Ελλάδας να μετατεθεί η δανειακή σχέση του κράτους από το δημόσιο διεθνές δίκαιο και να υπαχθεί στο ιδιωτικό δίκαιο και συγκεκριμένα στο αγγλικό. Και τούτο, γιατί το αγγλικό δίκαιο, μη αναγνωρίζοντας  στον οφειλέτη κανένα δικαίωμα αξίας του ανθρώπου που έχει αναγνωρίσει ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, δεν αντιμετωπίζει ούτε το κράτος-οφειλέτη ως οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων.

Η παραπάνω παράθεση και απαρίθμηση των κατηγοριών παραβατικότητας γίνεται όχι για να ελεγχθεί εδώ η νομιμότητα της ασκούμενης πολιτικής –αυτό απαιτεί νομική θεμελίωση, που είναι αντικείμενο άλλης μελέτης- αλλά για να δειχθεί η έκταση και το μέγεθος των εμποδίων συμβατότητας με το δίκαιο –εθνικό και υπερεθνικό- της πολιτικής που ασκείται σήμερα για την εκμετάλλευση της κρίσης εθνικού κράτους από τα υπερεθνικά κέντρα εξουσίας που αναφέραμε. Με αυτή τη βάση, μπορεί να συλλάβει κανείς το εύρος και το βάθος της μεταβολής του ισχύοντος συστήματος νομιμότητας που απαιτείται στο εθνικό και στο υπερεθνικό επίπεδο.

Είναι αξιοσημείωτο πολιτικά ότι, παρά τη βαρύτητα και την έκταση της παραβατικότητας που περιγράψαμε, συνεχίζεται αταλάντευτη και σε μακρά χρονική διάρκεια η εμμονή στην επιβολή αυτής της πολιτικής επέμβασης στο εθνικό κράτος. Σ’ αυτή την εμμονή πρέπει να προστεθεί και το πολιτικό φαινόμενο να αναγνωρίζονται από βασικούς παράγοντες του δανεισμού της Ελλάδας σοβαρά λάθη ως προς τις εκτιμήσεις για την επιβολή αυτής της οικονομικής πολιτικής[19] και, παρά ταύτα, να συνεχίζεται η εφαρμογή της χωρίς καμιά αλλαγή ή διόρθωση. Η επέμβαση παρουσιάζεται με ολοφάνερα σημεία αδιαφορίας για τις συνέπειες  που έχουν τα επιβαλλόμενα μέτρα για τον άνθρωπο και την ελληνική κοινωνία, αλλά και πλήρη αδιαφορία για τη διασφάλιση του δανείου με τη στενή νομική έννοια. Επιπλέον, δεν είναι τυχαία η πολιτική απόκρυψης της παραβατικότητας και η νεκρική σιγή που επικρατεί για τις παραβιάσεις της νομιμότητας σε όλα τα χειραγωγούμενα επίπεδα. Ωστόσο, η ασυμβατότητα των επεμβάσεων με το υπερκείμενο δίκαιο έχει ομολογηθεί εμμέσως από όργανα της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας, με την αποκάλυψη σχετικών προθέσεων και σκέψεών τους [20]. Όλα αυτά συνάδουν στο ότι κάτω από όλη αυτή την πολιτική επέμβασης δεν μπορεί παρά να υποκρύπτεται πράγματι μια πολιτική βασικής μεταβολής των αρχών και κανόνων του ισχύοντος συστήματος νομιμότητας.

Είναι φανερό ότι η παραβατικότητα που περιγράψαμε προσβάλλει ευθέως τις θεσμικές βάσεις τηςαστικής επανάστασης (της θεσμικής επαναστατικής  εξέλιξης του πολιτεύματος της Αγγλίας και της Γαλλικής Επανάστασης), όπως αυτές οικοδομήθηκαν, από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, σε συμπαγές σύστημα διεθνούς νομιμότητας. Θίγοντας αυτές τις βάσεις, η πολιτική επέμβασης που περιγράψαμε απειλεί το ίδιο το κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ισχύει σήμερα στον πλανήτη× θίγει στα θεμέλια του τόσο τον πολιτικό και δικαιικό πολιτισμό της Ευρώπης και, σε σημαντικό βαθμό, ολόκληρου του πλανήτη, όσο και βασικές αρχές του ίδιου του καπιταλισμού ως οικονομικού συστήματος. Μια τέτοια πολιτική είναι, αναμφίβολα, πολύ δύσκολη. Απαιτεί, πρώτα από όλα, πολιτική νομιμοποίηση, που δεν έχει. Το μέγεθος και τη δυσκολία του πολιτικού αυτού εγχειρήματος δεν έχουν εκτιμήσει, όπως φαίνεται, τα κέντρα εξουσίας που το επιδιώκουν. Τύφλωση καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής βουλιμίας; Έτσι φαίνεται. Η απάνθρωπη αυτή φύση μιας αυτού του είδους και του περιεχομένου μεταβολής των αρχών νομιμότητας και η δυσκολία ενός τέτοιου αντικοινωνικού εγχειρήματος αποτελούν, όμως, το μεγάλο πολιτικό όπλο αντίστασης όλων των λαών που αποτελούν θύματα τέτοιου εγχειρήματος και ιδίως των λαών της Ευρώπης. Αυτό είναι το αισιόδοξο σημείο και τη βάση των ελπίδων.



[1] Την ξέρομε από τις πρωτόγονες πολιτικές κοινότητες και από τις αρχαϊκές ελληνικές βασιλείες.

[2] Βλ. τη συμβολή μου στον τόμο με τίτλο Die Ordnung der Freiheit, Festschrift für Christian  Starck, zum siebzigsten Geburstag, Mohr Siebeck 2007, σελ. 73 επ. : Über die historischen und philosophischen Wurzeln der Demokratie in der Polis und bei Aristoteles.

[3]Χρησιμοποιώ τους όρους καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό (και τα παράγωγά τους), όχι μόνο γιατί έχουν καθιερωθεί ως όροι και έχουν περάσει στα μεγάλα λεξικά της οικονομικής και της πολιτικής επιστήμης και της ιστορίας των ιδεών, αλλά και γιατί με τη χροιά της κριτικής πολιτικής σκέψης, με την οποία εμπλουτίστηκε, στο πλαίσιο του κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος, το οικονομικό του πρώτου και το πολιτικό του δεύτερου εννοιολογικό τους περιεχόμενο, αποδίδουν σημασιολογικά με καθαρότερη σαφήνεια την κοινωνικοπολιτική τους λειτουργία στο σύστημά μας, όπως εμφανίζεται σήμερα. Με άλλες λέξεις, οι έννοιες «καπιταλισμός» και «ιμπεριαλισμός» δεν περιορίζονται  στο εννοιολογικό περιεχόμενο του κλάδου της επιστημονικής καταγωγής τους, αλλά έχουν διευρυνθεί επιστημολογικά σε περιεχόμενο διεπιστημονικό που καλύπτει ολόκληρη την πολιτική και κοινωνική λειτουργία τους. Με αυτό τον κριτικό εμπλουτισμό της πολιτικής σκέψης, δεν μένουν αφηρημένοι όροι των αντίστοιχων επιστημονικών κλάδων, αλλά (επιστημονικοί) όροι του πραγματικού σημερινού κοινωνικοπολιτικού μας συστήματος. Συνεπώς, η χρήση των όρων εδώ δεν έχει σχέση με τις διάφορες σημασίες που απαντούν στη βιβλιογραφία, η οποία πολλαπλασιάζεται και με διάφορους επιθετικούς προσδιορισμούς κυρίως του καπιταλισμού (πρώιμος, φεουδαλικός, κρατικός, εμπορικός κ.ά. καπιταλισμός). Είναι, τέλος, γνωστός ο δισταγμός της επιστήμης στη χρήση αυτών των όρων. Ωστόσο, θεωρώ ότι ο  δισταγμός αυτός είναι ιδεολογικός και ως εκ τούτου δεν πρέπει να επηρεάζει την επιστημονική χρήση τους.

[4]Έκτος από τις χωριστές εγγυήσεις της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας  στα άρθρα 1 και 17 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (Déclaration de droits de l’homme et du citoyen), η Assemblée nationale συνέζευξε με αιώνιο δεσμό τα δύο «φυσικά δικαιώματα» ελευθερία και ιδιοκτησία (μαζί με το δικαίωμα της ασφάλειας και το δικαίωμα της αντίστασης) στο άρθρο 2 της Διακήρυξης: Le but de toute association politique est la conservation des droits naturels et  imprescriptibles. Ces droits sont la liberté, la propriété, la sûreté et la résistance à l’oppression.

[5]Για τη γένεση και την ιστορική πορεία του κοινωνικού κράτους ως αρχής δικαίου και ως θεσμικού συστήματος, βλ. τη μελέτη μου: Η ιστορική καταγωγή και εξέλιξη του κοινωνικού κράτους, στον τόμο μελετών μου Μελέτες ΙΙΙ, 1979-1999, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Κοινωνικό Κράτος, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σελ. 215 επ. (καθώς και στα γαλλικά και γερμανικά αντίστοιχα στους τόμους –για τους οποίους και εγράφη- της Julia Iliopoulos-Strangas (ed.): La protection des droits sociaux fondamentaux dans les Etats membres de l’Union européennes; Athènes – Bruxelles – Baden-Baden 2000, και Soziale Grundrechte in Europa nach Lissabon, Baden-Baden – Athen – Brüssel – Wien 2010.

[6]Αναφέρομαι κυρίως στην ίδρυση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας και στη θέσπιση κοινωνικών περιορισμών του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και σειράς κοινωνικών δικαιωμάτων –με προγραμματική και όχι άμεση ισχύ- στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης του 1919 και στα Συντάγματα που το ακολούθησαν, της Ελλάδας του 1927 και της Ισπανίας του 1931, τα οποία κατέλυσε -και τα τρία- ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός του Μεσοπολέμου.

[7]Προοίμιο («social progress») και άρθρα 22-29 της Διακήρυξης.

[8] Στην Ελλάδα, στις ελπίδες αυτές στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, ο κορυφαίος έλληνας συνταγματολόγος και πολιτικός Αλέξανδρος Σβώλος, ο οποίος ήδη από το Μεσοπόλεμο οραματιζόταν τη μετεξέλιξη της αστικής δημοκρατίας σε μια πραγματική κοινωνική δημοκρατία, όπου της προτεραιότητα θα είχε η αρχή της κοινωνικής ισότητας. Βλ. μελέτη μου: Ο Αλέξανδρος Σβώλος και η εποχή του, Αθήνα 2010, αυτοτελώς και συμβολή στη συλλογική μελέτη Αλέξανδρος Σβώλος, τομ. 2, της σειράς «Προσωπικότητες της Πολιτικής και της Επιστήμης», 2009, του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων και με την επιστημονική διεύθυνση Γιώργου Κασιμάτη.

[9] Χαρακτηριστικό της συντακτικής πολιτικής που επικράτησε μετά τον Πόλεμο είναι το Γερμανικό Σύνταγμα του 1949 (Ο “Θεμελιώδης Νόμος” – “Grundgesetz”), που συντάχθηκε –και ισχύει μέχρι σήμερα, μετά την Ένωση των δύο Γερμανιών- για την τότε Δυτική Γερμανία, η οποία ήταν υπό την κατοχή των ΗΠΑ και της Γαλλίας,  μετά την αποχώρηση των αντιπροσώπων της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία ήταν υπό την κατοχή της Σοβιετικής Ένωσης. Στο Σύνταγμα αυτό, που αποτελούσε το πρώτο νέο συντακτικό κείμενο της Ευρώπης μετά τον Πόλεμο, συνέδεσε μεν σε ενιαία βάση του πολιτεύματος τις θεμελιώδεις αρχές του αστικού φιλελευθερισμού και του κοινωνικού κράτους, έδωσε, όμως, την προτεραιότητα στο φιλελευθερισμό (οικονομικό και πολιτικό). Έτσι, ενώ στο βασικό άρθρο ορισμού του πολιτεύματος, του όλου πολιτικού συστήματος και της μορφής του κράτους (στο άρθρο 20) ορίζει ότι: «Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι  δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος», σε τρία άλλα, ουσιώδη για τον προσδιορισμό του πολιτικού συστήματος, άρθρα (11, 18 και 21), η όλη «συνταγματική τάξη» προσδιορίζεται ως «φιλελεύθερη δημοκρατική θεμελιώδης τάξη». Η δε σύγχρονη ερμηνεία και πράξη ταυτίζει τον όρο αυτό με την έννοια της «συνταγματικής τάξης», δίνοντας έτσι την προτεραιότητα και υπεροχή ισχύος στην αρχή του φιλελευθερισμού απέναντι στην κοινωνική αρχή.

[10]Για την παραφραστική αυτή παρομοίωση με την εναρκτήρια φράση του προοιμίου του Μανιφέστου του Κομουνιστικού Κόμματος του 1848, βλ. Marx/Engels Werke, Bd. 4, Dietz Verlag Berlin 1983, σελ. 461: «Ein Gespenst geht um in Europa – das Gespenst des Kommunismus».

[11]Βλ. Προοίμιο («social progress») και άρθρα 22-29 της Διακήρυξης.

[12]Για την προϊστορία και την ιστορία της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ι948, για τις προπαρασκευαστικές εργασίες, για τα ιδεολογικοπολιτικά προβλήματα που ανεφύησαν και για το τελικό πνεύμα του περιεχομένου της, βλ. τη διάλεξή μου για τα 30 χρόνια της Διακήρυξης στο ΝοΒ, τομ. 27 (1979), σελ. 705 επ. (και το κείμενό της στη συλλογή εργασιών μου στον τόμο Μελέτες  ΙΙΙ, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Κοινωνικό Κράτος, Αθήνα – Κομοτηνή 2000, σελ. 21 επ.

[13]Πρόκειται για την «United Nations Monetary and Financial Conference» ή «Bretton Woods Conference». Η Συνδιάσκεψη έλαβε χώρα στο ξενοδοχείο Mount Washington Hotel, στην πόλη  Bretton Woods του New Hampshire των ΗΠΑ, στις 1 – 22 Ιουλίου 1944. Συμμετείχαν 730 εκπρόσωποι 44 συμμάχων χωρών.

[14] Αξιοπρόσεκτο ιστορικό γεγονός για την παρακολούθηση της ανάπτυξης της καπιταλιστικής πολιτικής και της αντίστοιχης τάξης νομιμότητας, που θα απέκλινε από την ανθρωποκεντρική νομιμότητα του ΟΗΕ είναι ότι: του Συμφώνου GATT προηγήθηκε, με πρωτοβουλία των Ηνωμένων Εθνών η ίδρυση, μαζί με τους δύο άλλους οργανισμούς του Woods Bretton, το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, η Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου (International Trade Organization – ITO), η οποία, παρά το ότι την αποδέχτηκε η πλειονότητα των μελών του, δεν έγινε αποδεκτή από τις ΗΠΑ. Η άρνηση των ΗΠΑ οφείλεται, ασφαλώς, στο ότι ο εν λόγω Οργανισμός δεν περιελάμβανε μόνο τους κανόνες του ελεύθερου εμπορίου, αλλά και: κανόνες απασχόλησης, περιοριστικούς  όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων, επενδύσεων, εμπορευμάτων και άλλους κοινωνικούς περιορισμούς της ελευθερίας της αγοράς.

[15]Οι θέσεις της πολιτικής με τον όρο Washington Consensus αποτελεί αυτοτελές αντικείμενο όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της πολιτικής και της νομικής επιστήμης.

[16] Τρεις είναι οι τομείς της διεθνούς πολιτικής, όπου τελούνται οι βαριές παραβιάσεις και αλλοιώσεις των αρχών της διεθνούς νομιμότητας: Ο τομέας των πολεμικών επεμβάσεων, ο τομέας δίωξης της “τρομοκρατίας” και ο τομέας οικονομικών επεμβάσεων. Το  προκείμενο πόνημα περιορίζεται στο τρίτο τομέα και ειδικότερα στην οικονομική εκμετάλλευση της οικονομικής κρίσης στο χώρο της Ευρώπης.

[17]Δεν υπεισερχόμεθα εδώ ούτε στη νομική θεμελίωση, ούτε στα νομικά ζητήματα σχετικά με αυτές της παραβάσεις.

[18] Υπάρχει επαρκής νομολογία διεθνών δικαστηρίων μέχρι σήμερα, με πρώτη εφαρμογή της αρχής σε ελληνική υπόθεση δανείου, το 1936.

[19]Είναι γνωστές οι δηλώσεις από επίσημα χείλη όχι μόνο του “λάθους του πολλαπλασιαστή” για τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν και επιβάλλονται, αλλά και για διάφορες άλλες λανθασμένες εκτιμήσεις.

[20]Από τα διάφορα γεγονότα που το μαρτυρούν, χαρακτηριστικά είναι τα εξής: Η καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κ. Μέρκελ δήλωσε σε δύο διαφορετικές ευκαιρίες την εποχή της επιβολής των δεύτερων συμφωνιών δανεισμού (του λεγόμενου “Β΄  Μνημονίου) ότι θα επιδιώξει την τροποποίηση των συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να διευκολυνθεί η επιβολή πολιτικών πειθαρχίας, κατά την ψήφιση του σχεδίου αυτών των συμφωνιών στη Βουλή. Συγκεκριμένα δε ανέφερε και την πρόθεση για κατάργηση της υποχρέωσης κύρωσης των σχετικών συμφωνιών από τα Κοινοβούλια των κρατών. Επίσης, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Εύαγγελος Βενιζέλος δήλωσε στρη Βουλή ότι στις Βρυξέλλες δε δέχονται καμιά συζήτηση για νομιμότητα, ο δε κ υπουργός των οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε προέβη στην παράνομη δήλωση την ίδια ημέρα της συμφωνίας για την επιβολή της δανειακής σύμβασης με την Κύπρο, ότι η συμφωνία αυτή δε χρειάζεται να υποβληθεί στη Βουλή της Κύπρου (χωρίς, όμως, να εισακουσθεί).