x
kasimatis
Για επικοινωνία με τη διεύθυνση της Ιστοσελίδας εδώ:
info@kassimatisdimokratia.gr
1
2
3
4
5
ΣΦΗΝΑ 13
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ Από το 2010 υπερβήκαμε τον Μακιαβέλι. Υπερβήκαμε την «πολιτική της εξουσίας για την εξουσία» και χρησιμοποιήσαμε την «πολιτική του τρόμου» για να φτιάσομε το υπάκουο ανθρώπινο κοπάδι. Το 2021 φτάσαμε στη «φάρμα των ζώων». Εύχομαι το 2022 να μη μπούμε μέσα για πολύ.
Βλέπε περισσότερα εδώ
ΣΦΗΝΑ 12
Ο Ανδρέας Κάλβος μας άφησε μια αιώνια παρακαταθήκη: «Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Οι πιο πολλοί δεν την ξέρουν πια ή δε θέλουν να την ξέρουν. Οι λιγότεροι την ψελλίζουν με θαυμασμό ή την διακηρύττουν με στόμφο και περηφάνεια. Άραγε ξέρουν το νόημά της;
Βλέπε περισσότερα εδώ
ΣΦΗΝΑ 11
Ήρωες της Αντίστασης για την Πατρίδα και τη Δημοκρατία με την Τόλμη, την Αρετή και το Ήθος του Σάκη Καράγιωργα δε σβήνονται από τις πλατείες και τους δρόμους των πόλεων όπως δε σβήνονται από την Ιστορία. Ο Δήμος του Πύργου θέλει να χάσει τη μεγάλη τιμή που του χαρίζει το όνομα Σάκης Καράγιωργας;
Βλέπε περισσότερα εδώ
ΣΦΗΝΑ 10
Τα δάκρυα των Προκαθημένων της Χριστιανοσύνης στη Λέσβο για τους πρόσφυγες
Βλέπε περισσότερα εδώ
ΣΦΗΝΑ 9
ΣΦΗΝΑ 9 Σφετερισμός συνταγματικής αρμοδιότητας. Ο νόμος για τις άδειες καναλιών κατάφωρα αντισυνταγματικός. Η προκήρυξη θα είναι απολύτως άκυρη και οι άδειες θα είναι ανυπόστατες. Βλ. περισσότερα εδώ
Βλέπε περισσότερα εδώ
Το Κυπριακό πάντα πρώτο εθνικό θέμα (Τιμητικός Τόμος Κρίσπη)

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ 

ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

ΟΧΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΝΕΟ «ΣΧΕΔΙΟ ΑΝΑΝ»*

Γιώργου Κασιμάτη
Ομ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών 

          Το Κυπριακό ως εθνικό θέμα είναι στη σκακιέρα της πολιτικής της Ελλάδας πολύ υποβαθμισμένο. Αντιμετωπίζεται σαν ένα μικρό, δευτερεύουσας σημασίας, αντικείμενο της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρέπει, όμως, να υπογραμμιστεί ότι το ζήτημα επίλυσης του Κυπριακού είναι το πρώτο από τα εθνικά θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Και τούτο όχι μόνο για λόγους ιστορικούς και εθνικούς του Ελληνισμού, αλλά κυρίως για ουσιαστικούς λόγους ύπαρξης της Ελλάδας του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι το πρώτο θέμα σε σημασία για την κυριαρχία του ίδιου του Ελληνικού Κράτους. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος δεν αποτελούν μόνο εθνική ενότητα κρατών, με την ιστορική και πολιτισμική έννοια, αλλά και την πολιτικά σημαντικότερη και οικονομικά πλουσιότερη γεωγραφική ενότητα της Μεσογείου, με ιδιαίτερα μεγάλη γεωπολιτική σημασία για τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων. Δεν αποτελεί δε ο τεράστιος πλούτος σε υδρογονάνθρακες τον πρώτο λόγο της μεγάλης σημασίας που έχει αυτή η ενότητα των δύο κρατών, αλλά η γεωγραφική θέση και το γεωγραφικό μέγεθός της, το οποίο θα πρέπει να έχομε στο μυαλό μας με την έκταση των δύο συνεχόμενων ΑΟΖ.  Η διάσπαση και ο έλεγχος της κυριαρχίας αυτής της ενότητας με κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους θα αποτελεί δρομολόγηση βαθιάς συρρίκνωσης της κυριαρχίας του Ελληνικού Κράτους. Αυτό σε πρώτη φάση, για να ακολουθήσει δεύτερη πολύ χειρότερη. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να μας διαφεύγει η γεωπολιτική σημασία της πρόσφατης ολοκληρωτικής δέσμευσης της οικονομίας της Ελλάδας και της Κύπρου, που επελέγησαν ως πρώτες ευρωπαϊκές χώρες για την εφαρμογή στην Ευρώπη αυτού του συστήματος χειραγώγησης μέχρι το βαθμό υποδούλωσης. Είναι σαφές ότι η επέμβαση αυτή του υπερεθνικού χρηματοοικονομικού συστήματος στα δύο κράτη δεν εξυπηρετεί μόνο οικονομικά συμφέροντα. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα και από τις αντίστοιχες δανειακές συμφωνίες, για όποιον θέλει να ερμηνεύει τις διεθνείς σχέσεις και τα κείμενά τους σωστά. Γνωρίζομε, άλλωστε, σήμερα από τις εμπειρίες λειτουργίας αυτού του συστήματος ότι το κέντρο αυτό οικονομικής εξουσίας υπηρετείται θεσμικά και ενισχύεται πραγματικά από τα μεγάλα κράτη του πλανήτη και υπηρετεί τα γεωπολιτικά τους επεκτατικά σχέδια.
Το έγγραφο Ντάουνερ  και η κινητικότητα που παρουσιάζεται σχετικά με κατάθεση πρότασης για την επίλυση του Κυπριακού δημιουργούν φόβους για μια νέα απόπειρα «λύσης» με παραβιάσεις των αρχών του δικαίου ανάλογες με εκείνες του «Σχεδίου Ανάν». Υπενθυμίζομε ότι το διαβόητο εκείνο «Σχέδιο» αποτελούσε πρωτοφανές στην ιστορία του διεθνούς δικαίου έγγραφο διεθνούς οργανισμού με τόσες και τόσο κατάφωρες παραβιάσεις αρχών και κανόνων της διεθνούς νομιμότητας. Ήταν δε ιδιαίτερα απογοητευτικό το γεγονός ότι το έγγραφο αυτό υπογραφόταν από το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, του ύπατου, δηλαδή, θεματοφύλακα των αρχών του διεθνούς δικαίου και ιδίως της προστασίας της κυριαρχίας των κρατών και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Σήμερα έχομε και δεύτερο τέτοιο κρούσμα άνομων νομικών εγγράφων διεθνούς δικαίου, που συντάχθηκαν, όπως και το «Σχέδιο Ανάν»,  από δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου, με πρωτοφανείς παραβιάσεις της διεθνούς  και της ευρωπαϊκής νομιμότητας: τις Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας.
Μια βασική εμπειρία που αποκομίζει κανείς για την επίλυση του Κυπριακού από την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα και στην Κύπρο, τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο και την επιβολή της «γραμμής Αττίλα» μέχρι και την προσπάθεια επιβολής του «Σχεδίου Ανάν»  είναι ότι  επιδιώκεται η ολοκληρωτική κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους με παραβίαση θεμελιωδών αρχών του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου. Μέχρι την εποχή του «Αττίλα», oι προσπάθειες λύσεις του Κυπριακού έτειναν σε μια λύση που θα ήταν προϊόν του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού και –μετά την εγκατάλειψη της δυνατότητας ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα- θα οδηγούσε σε ένα δημοκρατικό κυπριακό κράτος με πλήρη κυριαρχία. Τελικά, πραγματοποιήθηκε το 1960 με διεθνείς συμφωνίες η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διεθνής αναγνώριση της ως ανεξάρτητου κράτους. Βλέπομε, συνεπώς, ότι η λύση του Κυπριακού κινήθηκε μέχρι τότε στο πλαίσιο των αρχών του διεθνούς δικαίου με πραγματικό φύλακα της διεθνούς νομιμότητας τον ΟΗΕ, ο οποίος την επιβεβαίωνε με αποφάσεις του, όταν παραβιαζόταν. Οι αποφάσεις του ΟΗΕ για την Κύπρο δείχνουν ότι τότε, παρά την οξύτητα του ψυχρού πόλεμου ή λόγω αυτής, ο ύπατος θεσμός της διεθνούς νομιμότητας λειτουργούσε στη γραμμή της αποστολής του σε ιστορικά αρκετά προχωρημένο βαθμό. Παρά ταύτα, η διεθνής συμφωνία ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους ενείχε μια κερκόπορτα: ότι τέθηκε υπό την εγγύηση του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Μέσα από αυτή την κερκόπορτα  «πέρασε»,  το 1974 η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας και  η εγκαθίδρυση στρατιωτικής κατοχής του βορείου τμήματος της Μεγαλονήσου μέχρι τη «γραμμή Αττίλα», στην όλη μεθόδευση της οποίας ανήκε η εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 και στην Κύπρο το 1974, με την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Από τότε άρχισε η συστηματική πολλαπλή παραβίαση του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου με κορυφαίες εκφάνσεις της: την de facto συνεχιζόμενη διαίρεση της Κύπρου με τη «γραμμή Αττίλα» και τη στρατιωτική κατοχή του προς βορράν της «γραμμής» τμήματός της, το διαρκή, μεταξύ πολλών άλλων παραβιάσεων του υπερκείμενου δικαίου, παράνομο εποικισμό με Τούρκους του κατεχόμενου τμήματος της Μεγαλονήσου, καθώς και τις  παράνομες προσπάθειες «λύσης» του Κυπριακού με κορυφαίο άνομο παράδειγμα το «Σχέδιο Ανάν».    
Σήμερα, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δύο ύπατους φρουρούς του διεθνούς δικαίου, τον ΟΗΕ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δυστυχώς και οι δύο όχι μόνο έχουν γίνει ανήμποροι να διαφυλάξουν τη διεθνή νομιμότητα, αλλά καλύπτουν και παραβιάσεις των αρχών του. Αυτό το βλέπομε σήμερα τόσο στην πολιτική χειραγώγησης της Ελλάδας και της Κύπρου με το θεσμό του δανεισμού όσο και στην πολιτική επιδίωξης «λύσης» του Κυπριακού. Η σαθρή, όμως, αυτή βάση των επεκτατικών επιδιώξεων των ισχυρών δυνάμεων της διεθνούς κοινότητας μας δείχνει και το ισχυρό οπλοστάσιο που έχει για την προστασία του ακόμη το εθνικό κράτος. Και αυτό δεν είναι άλλο από τις αρχές  της διεθνούς νομιμότητας.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τη Διακήρυξη των Οκτώ Εμπειρογνωμόνων, η οποία συντάχθηκε ακριβώς για να αναδείξει το οπλοστάσιο της νομιμότητας που έχει στη διάθεσή της η Κυπριακή Δημοκρατία για μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Οι Οκτώ Εμπειρογνώμονες (διεθνολόγοι, συνταγματολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες) είχαν συνέλθει και συνεργασθεί για τη σύνταξη της Διακήρυξης, με πρωτοβουλία της «Επιτροπής για Ευρωπαϊκή Λύση στο Κυπριακό» στην Αθήνα και στη Γενεύη, και ακολούθως, το 2005, την έδωσαν στη δημοσιότητα και την παρουσίασαν στο ειδικό forum για  μη κυβερνητικές οργανώσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες.  Η πρωτοβουλία εκείνη της «Επιτροπής για Ευρωπαϊκή Λύση στο Κυπριακό» και η «Διακήρυξη των Οκτώ» έλαβαν χώρα μετά το ιστορικό «Όχι» του ελληνοκυπριακού λαού της 24ης Απριλίου 2004, που έσωσε την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους. Το θεμελιώδους πολιτικής σημασίας αυτό «Όχι» υπό την ηγεσία του αείμνηστου Τάσσου ακολούθησε, όπως ενθυμούμαστε όλοι, η επίσης θεμελιώδους πολιτικής σημασίας για την επίλυση του Κυπριακού ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πολιτική σημασία της ένταξης είχε δύο βάσεις, η αναφορά των οποίων και μόνη δείχνει, πόσο θεμελιώδης ήταν ως προς τις πολιτικές της συνέπειες. Η πρώτη βάση ήταν και είναι ότι η Κύπρος εντάχθηκε στο πλαίσιο αρχών και προϋποθέσεων νομιμότητας της Ευρώπης, αποκτώντας έτσι για τη λύση του Κυπριακού και για τη διασφάλιση της κυριαρχίας της ένα δεύτερο ισχυρό νομικό οπλοστάσιο υπερεθνικής ισχύος, πέρα από εκείνο του διεθνούς δικαίου που είχε για το εν λόγω ζήτημα ως αντικείμενο του ΟΗΕ. Το οπλοστάσιο αυτό ήταν οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ενίσχυαν άμεσα το ήδη ισχύον και για την Κυπριακή Δημοκρατία σύστημα δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η δεύτερη βάση πολιτικής σημασίας ήταν και είναι ότι η Κύπρος, με την ένταξη στην ΕΕ, εκτός από αντικείμενο γεωπολιτικής προστασίας, διεκδίκησης και συναλλαγής των μεγάλων δυνάμεων του ευρύτερου διεθνούς χώρου, κατέστη θεσμικά  και αντικείμενο γεωπολιτικής και της ίδιας της Ευρώπης. Θα περιοριστούμε εδώ σε ένα μικρό και γενικότατο σκίτσο της πρώτης βάσης, της βάσης του δικαίου, στην οποία στηρίχθηκε και την οποία ανέδειξε η Διακήρυξη των Οκτώ.
Προτού προχωρήσομε στη σκιαγράφηση της Διακήρυξης, είναι χρήσιμο να έχομε μπροστά μας τη σημερινή εικόνα ισχύος της διεθνούς νομιμότητας συγκριτικά με εκείνη της εποχής της σύνταξης της. Την εποχή εκείνη, πριν, δηλαδή, από εννέα περίπου χρόνια, η εξασθένηση του ΟΗΕ και η αδυναμία του να επιβάλλει το διεθνές δίκαιο στις διεθνείς σχέσεις είχε γίνει ολοφάνερη με τις πολεμικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στην Ασία από την εποχή του Πολέμου του Κόλπου και μετά και από απάνθρωπα οικονομικά μέτρα που είχαν επιβάλει σε διάφορες φτωχές χώρες έκτος της Ευρώπης το ΔΝΤ και, αργότερα, ο Οργανισμός του Παγκόσμιου Εμπορίου. Η εξασθένηση αυτή της διεθνούς νομιμότητας και του ύπατου φρουρού της, η οποία οφειλόταν στην παγκόσμια μονοκρατορία των ΗΠΑ και του πολυεθνικού καπιταλισμού στη βάση της αρχής της ανεξέλεγκτης ελευθερίας της αγοράς, που ήταν συνέπεια της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν είχε γίνει κοινωνικά ορατή στην Ευρώπη μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης. Ήταν γνωστή από τους διεθνολόγους και τους οικονομολόγους, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων       κινούνταν –όπως γίνεται συνήθως- στα πλαίσια του κρατούντος συστήματος. Ορατή σε λίγους νομικούς είχε γίνει η εξασθένηση του Συμβουλίου της Ευρώπης ως προς την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο αρμόδιος διοικητικός και πολιτικός τομέας, που είχε δειχθεί άλλοτε, στην «ελληνική υπόθεση» (Affaire Grecque) της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967, ισχυρός και αποτελεσματικός, έγινε σκιώδης, ενώ το Δικαστήριο, με τη νομολογία του, ιδίως σε υποθέσεις της Κύπρου κατά της Τουρκίας, έδειξε σοβαρές αδυναμίες. Παρά ταύτα, το όπλο της διεθνούς νομιμότητας εξακολουθεί να είναι ισχυρό και μπορεί να γίνει αποτελεσματικό με κατάλληλο πολιτικό και νομικό χειρισμό. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε και κάποια φωτεινά στοιχεία νομιμότητας της διεθνούς κοινότητας μετά τη «γραμμή Αττίλα», όπως οι αποφάσεις 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και την πρώτη στάση του ΕΔΔΑ σε παραβιάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου στην κατεχόμενη Κύπρο.
Με βάση τα ιστορικά δεδομένα που έστω και ακροθιγώς επισημάναμε, οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου που διέπουν και την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να γίνουν σημαίες αγώνα για νόμιμη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Δεν υπάρχει δε βιωσιμότητα  μιας λύσης που αφορά το διεθνές status ενός λαού χωρίς τη νομιμότητα της λύσης. Ποιες είναι οι αρχές αυτές, αναφέρονται στην επισυναπτόμενη Διακήρυξη των Οκτώ. Εδώ θα περιοριστούμε μόνο σε κάποιες ανάφερες που είναι χρήσιμες για την ανάγνωση του κειμένου της Διακήρυξης που ακολοθεί.
Η πρώτη αρχή του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της ΕΕ είναι η αρχή προστασίας της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι, όπως επισημάνθηκε, από το 1960 κυρίαρχο κράτος, εντάχθηκε στην ΕΕ ως κυρίαρχο κράτος και αποτελεί μέχρι σήμερα κυρίαρχο κράτος. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καταλύσει αυτή την κυριαρχία ή να συμπράξει στην κατάλυσή της. Το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε την κατάλυση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της με ένα μόρφωμα «κράτους» χωρίς πραγματική κυριαρχία. Η έστω και στιγμιαία κατάλυση της κυριαρχίας είναι άκρως επικίνδυνη, γιατί δίνει de facto τη δυνατότητα μεταβολής του κράτους από κυρίαρχο σε μη κυρίαρχο. Ανοίγει την πόρτα για επιβολή όρων που συρρικνώνουν την εθνική κυριαρχία, οι οποίοι μπορεί να μην είναι άμεσα ορατοί στο ευρύ κοινό.  Μια τέτοια επέμβαση θα παραβίαζε όχι μόνο το διεθνές δίκαιο και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, αλλά θα αποτελούσε και κατάφωρη παραβίαση των Συνθηκών της ΕΕ, αφού η Κύπρος αποτελεί κυρίαρχο μέλος τους.  Σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της κυριαρχίας του κράτους είναι, αναμφισβήτητα, η όλη κατάσταση κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου και ο εποικισμός των κατεχόμενων, καθώς και τα «κυριαρχικά» δικαιώματα που αναγνωρίστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη λύση του Κυπριακού σε σχέση με τις βάσεις του στη Μεγαλόνησο. Σε πλήρη αντίθεση με την ίδια αρχή θα είναι, επίσης, και κάθε τυχόν όρος «εγγύησης» τρίτου κράτους σε μελλοντική διεθνή συμφωνία, που θα του έδινε αυτοτελές δικαίωμα επέμβασης. Αλλά και πολλά άλλα θα μπορούσαν να αποτελούν παραβίαση της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια μελλοντική συμφωνία για το Κυπριακό, γι’ αυτό και η τήρηση της αρχής αυτής αποτελεί το πιο ευαίσθητο αλλά και το καίριο σημείο προσοχής του Κυπριακού Λαού.
Μετά την αρχή σεβασμού και προστασίας της κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, πάνω στην οποία πρέπει να θεμελιωθεί η λύση του Κυπριακού, έρχεται η εφαρμογή όλων των αρχών της δημοκρατικής νομιμότητας, με βάση πάντοτε την ύπατη αρχή νομιμότητας του σύγχρονου κράτους, τη δημοκρατική αρχή. Τη δημοκρατική αρχή εγγυάται σήμερα πολλαπλώς το διεθνές δίκαιο (Ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.ά.). Μαζί με τη δημοκρατική αρχή, το υπερκείμενο διεθνές δίκαιο, το δίκαιο της ΕΕ και όλα τα δημοκρατικά συντάγματα εγγυώνται: την αρχή σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, την αρχή προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την αρχή του κράτους δικαίου, και την αρχή του κοινωνικού κράτους, καθώς και τις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας. Όλες αυτές οι αρχές συνιστούν τη δημοκρατική νομιμότητα, χωρίς την ισχύ των οποίων δε νοείται δημοκρατία. Το «σχέδιο Ανάν», όπως διαπιστώνει κανείς και από το συναπτόμενο κείμενο της Διακήρυξης των Οκτώ, ενείχε κατάφωρες και ουσιώδεις παραβιάσεις όλων αυτών των αρχών, με συνέπεια να προτείνεται ένα μόρφωμα κράτους όχι μόνο αντίθετο προς το υπερκείμενο δίκαιο, αλλά και μη βιώσιμο, ούτε στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, ούτε εσωτερικά.
Με βάση όσα αναφέρθηκαν και κυρίως ύστερα από την εμπειρία του «Σχεδίου Ανάν», θα πρέπει να υπογραμμιστούν οι ακόλουθες προκείμενες για τη λύση του Κυπριακού:
1.  Οποιαδήποτε  πρόταση ή οποιοδήποτε σχέδιο λύσης πρέπει να στηριχθεί στο σεβασμό, στη συνέχεια και στο αδιαίρετο της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχου κράτους. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι σύνταγμα κυρίαρχου κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ, ισχύει αδιαλείπτως για ολόκληρο τον κυπριακό λαό και σε ολόκληρη την εδαφική έκταση της Νήσου που αποτελεί και την κυπριακή επικράτεια. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί την αφετηρία και τη βάση κάθε νέας συνταγματικής οργάνωσής, χωρίς διακοπή και χωρίς διαίρεση της κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Αναμφίβολα, η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται ένα βαθύ συνταγματικό εκσυγχρονισμό. Αυτό, όμως, δε σημαίνει σύνταγμα νέου κράτους, αλλά σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
2. Εδώ έρχεται το ερώτημα: ποια θα είναι η πηγή  του νέου συντάγματος; Η απάντηση είναι μια: πηγή της συντακτικής εξουσίας είναι αποκλειστικά ολόκληρος και ανόθευτος από εποικισμούς ο λαός της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από εδώ αρχίζει η εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής που εγγυάται ο ΟΗΕ και η ΕΕ. Θα πρέπει να ευρεθεί μια δημοκρατική διαδικασία σύνταξης του νέου καταστατικού χάρτη, ο οποίος θα είναι προϊόν της ανόθευτης και ελεύθερης θέλησης ολόκληρου του Λαού της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είναι ο τόπος εδώ για συγκεκριμένες σκέψεις, αλλά υπάρχουν πολλές λύσεις για μια δημοκρατική διαδικασίας σύνταξης του νέου συντάγματος. Πάντως, οποιοδήποτε σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού δεν μπορεί να έχει ισχύ χωρίς τη θέληση του Κυπριακού Λαού. Το «Σχέδιο Ανάν», καταπατώντας κατάφωρα τη δημοκρατική αρχή στο ανώτατο επίπεδο λειτουργίας της, που είναι η συντακτική και η αναθεωρητική λειτουργία, προκαταλάμβανε  ολόκληρο το έργο που ανήκε στον Κυπριακό Λαό.
3. Επίσης, δεν είναι ο τόπος εδώ για απόψεις σχετικά με τη μορφή του κράτους και του πολιτεύματος (ομοσπονδιακό ή ενιαίο, προεδρική ή κοινοβουλευτική δημοκρατία). Απαιτείται, όμως, η βάση της ενιαίας κυπριακής κυριαρχίας, που σημαίνει: ενιαία εδαφική κυριαρχία, ενιαία εξωτερική κυριαρχία και ενιαία λαϊκή (εσωτερική) κυριαρχία. Αυτό το διασφαλίζει η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς κατεχόμενη περιοχή και χωρίς παράνομο εποικισμό. Το πολίτευμα πρέπει να είναι δημοκρατικό και να ισχύουν για όλους τους πολίτες και τους αλλοδαπούς όλες οι αρχές της δημοκρατικής νομιμότητας, που αναφέραμε.
4. Επίλυση του Κυπριακού που θα είναι αντίθετη με τις αρχές του ΟΗΕ και της ΕΕ δεν μπορεί να είναι βιώσιμη, ούτε νόμιμη. Αναμφίβολα, οι δύο μεγάλοι Οργανισμοί και φρουροί της διεθνούς νομιμότητας έχουν τεράστια ευθύνη. Άμεση και ουσιαστική ευθύνη έχουν πρωτίστως οι κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, λόγω της ζωτικής σημασίας του Κυπριακού για τη χώρα μας και για τον ευρύτερο Ελληνισμό. Κάθε νέα απόπειρα κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάθε νέο «σχέδιο Ανάν» θα πρέπει να αντιμετωπίσει το κοινό Όχι Κύπρου και Ελλάδας.

* Οι λίγες γραμμές που ακολουθούν για τον τόμο που είναι αφιερωμένος στη μνήμη Ηλία Κρίσπη είμαι βέβαιος ότι ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον και στις θέσεις που είχε ο αείμνηστος καθηγητής για το Κυπριακό.

Βλ. πιο κάτω, στο κείμενο της Διακήρυξης των Οκτώ, Παράρτημα: άρθρο 6 της Συνθήκης της ΕΕ.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε το μεγάλο κατόρθωμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου: ότι κατέστησε το Κυπριακό άμεσο και διαρκές ζήτημα του ΟΗΕ. 




ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΩΝ
ΣΥΓΚΛΗΘΕΝ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΛΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Πλαίσιο αρχών για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο

 

Προοίμιο

1.         Ο σκοπός της έκθεσης αυτής, που ετοιμάσθηκε από ένα Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων είναι η αναζήτηση μια δίκαιης διευθέτησης του Κυπριακού, η οποία να προσφέρει ένα ειρηνικό και ευήμερο μέλλον για όλους τους κατοίκους του νησιού. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να εφαρμοστούν οι πρωταρχικές αρχές του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου που αφορούν στην επίλυση διεθνών διενέξεων, συμπεριλαμβανομένων των διενέξεων που αφορούν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αρχές αυτές βρίσκονται στην καρδιά του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η μη συμμόρφωση προς αυτές τις αρχές μπορεί όχι μόνον να θέσει σε κίνδυνο την επιτυχία οποιουδήποτε σχεδίου επίλυσης, ενσωματώνοντας σε αυτό στοιχεία αντικρουόμενα με το διεθνές δίκαιο και αποδυναμώνοντας την βιωσιμότητά του, αλλά και να αποτελέσει αποσταθεροποιητικό στοιχείο στο μέλλον. Μια πολιτική επίλυση αντίθετη με τις γενικά παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου μπορεί να αποτελέσει "προηγούμενο" σε άλλες περιπτώσεις διενέξεων με σοβαρές επιπτώσεις για την σταθερότητα της διεθνούς τάξης.

2.         Οι θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου προσφέρουν ένα μοναδικό οδηγό και μια μεθοδολογία για την έναρξη και επιτυχή κατάληξη μιας διαδικασίας, η οποία να οδηγεί σε μία διευθέτηση του Κυπριακού μέσα στα πλαίσια ενός νέου και γνήσια Κυπριακού Συντάγματος σύμφωνα με το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Αυτή η διαδικασία βρίσκεται στον πυρήνα μιας Ευρωπαϊκής λύσης για την Κύπρο η οποία να είναι συμβατή με το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

3.         Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος πρέπει να εξευρεθεί υιοθετώντας και εφαρμόζοντας τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται το Διεθνές Δίκαιο και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές είναι, συνοπτικά, η ειρηνική διευθέτηση των διαφορών, η κυριαρχία, ανεξαρτησία και ισότητα των κρατών, η απαγόρευση της επίθεσης και η μη αναγνώριση των συνεπειών της και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αρχής του κράτους δικαίου. Τόσο η σημερινή τάξη των πραγμάτων στην Κύπρο, όσο και οι όροι που εμπεριέχονται στο τελευταίο Σχέδιο Αννάν δεν είναι συμβατοί με αυτές τις θεμελιώδεις αρχές. Είναι επίσης αναγκαίο να επιτευχθεί μία λύση η οποία να σέβεται πλήρως την ανάγκη για συμφιλίωση και συνεργασία μεταξύ των κοινοτήτων και όλων των ενδιαφερομένων πλευρών.

4.         Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αδράξει αυτή την ιστορική ευκαιρία και να αναλάβει την ειδική ευθύνη της να βοηθήσει ενεργά την δρομολόγηση μιας διαδικασίας εκπόνησης Συντάγματος, η οποία θα επιτρέψει εν τέλει στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως κράτος-μέλος, να επανακτήσει πλήρη κυριαρχία και ανεξαρτησία και να εγκαθιδρύσει ειρηνικά μια συνταγματική τάξη σύμφωνα με τις παραπάνω αρχές και βασισμένη στον πλήρη σεβασμό της διαφορετικότητας.

 

Βασικά Δεδομένα

5.         Η Δημοκρατία της Κύπρου απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1960 δυνάμει μιας σειράς διεθνών συμφωνιών. Εντούτοις, σε αντίθεση με άλλες αποικιακές χώρες που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, η Κύπρος υπόκειντο σε Συνθήκη με προβλέψεις εγγυήσεων υπέρ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Τουρκίας και της Ελλάδας. Το 1974 η Τουρκία, επικαλούμενη το πραξικόπημα της Ελληνικής χούντας εναντίον της νόμιμης Κυπριακής κυβέρνησης του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου, εισέβαλε στην Κύπρο και προχώρησε σε κατάληψη του Βόρειου τμήματος της. Αυτή η αρχική ενέργεια εξελίχθηκε σε μια παρατεταμένη και συνεχιζόμενη ακόμη κατοχή, που διαρκεί ήδη πάνω από 30 χρόνια και η οποία έχει προκαλέσει μια σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως επιβεβαιώνουν τα όργανα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Από το 1974 η Κύπρος είναι de factoδιαιρεμένη στη διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία και την "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου", μια οντότητα η οποία κηρύχθηκε ανίσχυρη από τις αποφάσεις 541(1983) και 550 (1984) του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και η οποία αναγνωρίζεται και συντηρείται μόνο από την Τουρκία. Ενώ περίπου ο μισός τουρκοκυπριακός πληθυσμός μετανάστευσε μετά τα γεγονότα του 1974, με προορισμό κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, πάνω από 120.000 Τούρκοι έποικοι ζούνε σήμερα στη βόρεια Κύπρο, μετατρέποντας τους Τουρκοκύπριους σε μειονότητα μέσα στη δική τους κοινότητα. Ο πληθυσμός της Κύπρου σήμερα (χωρίς τους έποικους) είναι 802.500 εκ των οποίων το 80% είναι Ελληνοκύπριοι, το 11% Τουρκοκύπριοι (έναντι 18% το 1974) και 9% Αρμένιοι, Μαρωνίτες, Λατίνοι και ξένοι διαμένοντες στην Κύπρο.

6.         Το Σχέδιο Αννάν, όπως παρουσιάστηκε στην τελευταία του εκδοχή από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ στις 31 Μαρτίου 2004, προέβλεπε ένα ομοσπονδιακό κράτος, την "Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου", αντικαθιστώντας και καταργώντας την υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία και ενσωματώνοντας τα κατεχόμενα εδάφη του βορρά. Στις 24 Απριλίου 2004, διεξήχθησαν δυο ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Ενώ 65% των Τουρκοκυπρίων και εποίκων ψηφοφόρων στον κατεχόμενο βορρά απεδέχθησαν το Σχέδιο Αννάν, 76% των Ελληνοκύπριων κατοίκων της Κυπριακής Δημοκρατίας το απέρριψαν. Την 1η Μαΐου 2004 η Κυπριακή Δημοκρατία, στο σύνολο της, έγινε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με ένα Πρόσθετο Πρωτόκολλο στην Συνθήκη Προσχώρησης ανεστάλη προσωρινά η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου στην κατεχόμενη περιοχή. Η έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας αναμένεται σύντομα.

Οι Θεμελιώδεις Αρχές

 

  • Η Ειρηνική Επίλυση των Διαφορών

α)  Η Έννοια της Αρχής
7.         Το Άρθρο 2(3) του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει ότι "Όλα τα μέλη θα διευθετούν τις διεθνείς διενέξεις τους με ειρηνικά μέσα και με τέτοιο τρόπο ώστε να μην διακινδυνεύονται η διεθνής ειρήνη, ασφάλεια και δικαιοσύνη". Κατά συνέπεια, ένας διακανονισμός που θέτει, ή μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα και δε συμβαδίζει με τα αποδεκτά πρότυπα δικαιοσύνης, δεν μπορεί να είναι συμβατός με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Χάρτη για όλα τα κράτη.

 β)  Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
8.         Οι όροι του Σχεδίου Αννάν στην πραγματικότητα θα ενέκλειαν την αστάθεια στον πυρήνα της επίλυσης του Κυπριακού και θα οδηγούσαν αναπόφευκτα σε αυξημένες τριβές και αποσταθεροποίηση. Αυτό υπογραμμίζεται από τις προβλέψεις σχετικά με τη θέση ξένων υπηκόων (μη Κυπρίων), οι οποίοι θα ασκούσαν αποφασιστικό έλεγχο σε βασικούς τομείς κυβερνητικής δραστηριότητας στην Κύπρο. Παραδείγματα όπου μη-Κύπριοι θα είχαν (σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ ίσου αριθμού Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων) αποτελεσματικό έλεγχο φαίνεται να αποτελούν η Επιτροπή Συμφιλίωσης, το Ανώτατο Δικαστήριο με νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, η Κεντρική Τράπεζα, το Συμβούλιο Επαναπατρισμού, το Δικαστήριο Περιουσιών και τα όργανα του Συμβουλίου Περιουσιών. Λαμβάνοντας υπόψιν τις εμπειρίες της περιόδου 1960-63, η ανάγκη για σταθερότητα στη διάταξη των κυβερνητικών δραστηριοτήτων είναι κρίσιμη. Επιπλέον, οι παραπάνω αλλοδαποί υπήκοοι δεν θα ήταν δημοκρατικά υπόλογοι προς το λαό της Κύπρου.

9.         Οποιαδήποτε διευθέτηση μιας διεθνούς διαφοράς πρέπει να είναι συμβατή με τη δικαιοσύνη. Αυτό επισημαίνεται παρακάτω (παράγραφος 15) σε συσχέτιση με τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

  • Η Κυριαρχία, Ανεξαρτησία και Ισότητα των Κρατών

 

α) Η Έννοια της Αρχής
10.       Το διεθνές δίκαιο, καθώς και το δίκαιο της ΕΕ, βασίζεται στην αναγνώριση ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών. Στις σχετικές αρχές συμπεριλαμβάνονται η υποχρέωση μη-επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών και ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας όλων των κρατών. Επιπλέον, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης προβλέπει ότι ενόσω ο λαός ενός κράτους έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διακυβέρνηση του κράτους αυτού, η ελεύθερη επιλογή του λαού του κράτους, σύμφωνα με τις βασικές διεθνείς και ευρωπαϊκές αξίες, πρέπει να γίνεται σεβαστή σε διεθνές επίπεδο.

β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
11.       Το Σχέδιο Αννάν βασίζεται πάνω στη κατάργηση της νόμιμης και αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, το δικαίωμα της επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Κύπρου, το οποίο διατηρούν η Ελλάδα, η Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία ως εγγυήτριες δυνάμεις σύμφωνα με την Ιδρυτική Συνθήκη της 16 Αυγούστου 1960 και το οποίο με το Σχέδιο Αννάν επεκτείνεται έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και την συνταγματική τάξη τόσο της ομοσπονδιακής " Ενωμένης Δημοκρατίας της Κύπρου" όσο και των ομόσπονδων κρατιδίων, αποτελεί σημαντικό περιορισμό της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Κύπρου και προσβολή της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Αυτό γίνεται ακόμα πιο αισθητό με την προτεινόμενη δημιουργία μιας Εποπτικής Επιτροπής, αποτελούμενης από αντιπροσώπους των εγγυητριών δυνάμεων, των ομόσπονδων κρατών και του ΟΗΕ, για να επιβλέπει την εφαρμογή της διευθέτησης του Σχεδίου Αννάν και με την δυνατότητα να κάνει συστάσεις. Επιπλέον, το Σχέδιο Αννάν προέβλεπε την μόνιμη αποστρατικοποίηση και τον αφοπλισμό του νέου Κυπριακού κράτους, δημιουργώντας ερωτήματα σχετικά με το δικαίωμα της αυτοάμυνας.

12.       Επιπλέον, παρατηρεί κανείς στο σχέδιο Αννάν το δικαίωμα του Ηνωμένου Βασιλείου σε ολοκληρωτική και ανεμπόδιστη πρόσβαση για οποιονδήποτε λόγο στα ύδατα που περιλαμβάνονται μεταξύ των περιοχών των κυρίαρχων βάσεων καθώς και το γεγονός ότι οι διαδικασίες διεθνούς δικαστικής επίλυσης ή επίλυσης μέσω τρίτου διαμεσολαβητή απαγορεύονται ρητά όταν οι διενέξεις αφορούν τις περιοχές των βάσεων. Τέτοιες διαφωνίες θα επιλύοντο από διαμεσολαβητή που θα διόριζαν οι αρχές των βάσεων.

  • Η Απαγόρευση των Πράξεων και Συνεπειών της Επίθεσης

 

α) Η Έννοια της Αρχής
13.       Η απαγόρευση της επίθεσης βρίσκεται στον πυρήνα της διεθνούς έννομης τάξης. Είναι ενσωματωμένη στο ευρύτερο διεθνές δίκαιο, στο διεθνές ποινικό δίκαιο, και σε αναφορά με συγκεκριμένες καταστάσεις. Η απαγόρευση των συνεπειών της επíθεσης σημαίνει το απαράδεκτο των πλεονεκτημάτων που έχουν αποκτηθεί με τη χρήση παράνομης βίας και βρίσκεται ενσωματωμένη, για παράδειγμα, στον κανόνα αναγκαστικού δικαίου περί της μη απόκτησης περιουσιακού τίτλου που είναι αποτέλεσμα βίας. Σε σχέση με την Κύπρο το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε τις αποφάσεις 541(1983) και 550 (1984), κηρύσσοντας την υποτιθέμενη "Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου" (ΤΔΒΚ) παράνομη και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν. Επιπλέον, η εγκατάσταση Τούρκων εποίκων, σε μια προσπάθεια αλλοίωσης της δημογραφίας της νήσου Κύπρου, αντιτίθεται στις αρχές του διεθνούς δικαίου, ειδικά σε όσες είναι σχετικές με την αυτοδιάθεση και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συγκεκριμένα, το Άρθρο 49 της ΙV Σύμβασης της Γενεύης περί Προστασίας των Πολιτών του 1949 ( η οποία επικυρώθηκε από την Κύπρο και την Τουρκία) απαγορεύει σε κατοχική δύναμη τη μεταφορά μέρους του πληθυσμού της στα κατεχόμενα εδάφη. Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι κατόπιν της κατοχύρωσης της θέσης των εποίκων ως παράνομης, θα παραμένει το θέμα του τι θα απογίνει με τους εποίκους και τις οικογένειες τους προς διευθέτηση από τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσα στο πλαίσιο μιας συνολικά δίκαιης και λογικής επίλυσης και με τρόπο συναφή προς το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο.

β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
14.       Το Σχέδιο Αννάν προέβλεπε τη νομιμοποίηση των πράξεων της «ΤΔΒΚ» και κατά προέκταση της ίδιας της «ΤΔΒΚ». Το Σχέδιο διακήρυττε ότι όλες οι πράξεις οποιασδήποτε αρχής στην νήσο Κύπρο (με την εξαίρεση των περιοχών των Αγγλικών βάσεων) θα αναγνωρίζονταν ως έγκυρες, εκτός αν η υπό εξέταση συγκεκριμένη πράξη ήταν ασύμβατη με το διεθνές δίκαιο, ανεξάρτητα από το ζήτημα της νομιμότητας της σχετικής αρχής. Εξίσου σοβαρό είναι το ότι οι προβλέψεις του Σχεδίου σχετικά με τους Τούρκους έποικους δε φαίνεται να ήταν συμβατές με το διεθνές δίκαιο. Κατ' αρχήν, το Σχέδιο επέτρεπε στους εποίκους να ψηφίσουν στο Τουρκοκυπριακό δημοψήφισμα, παρόλο που οι έποικοι συνιστούν πλέον την πλειοψηφία των κατοίκων του βορρά και παρόλο που με αυτό αναγνωριζόταν με συνταγματική ισχύ μια παράνομη συνέπεια μιας παράνομης επίθεσης. Ο ΟΗΕ δεν έχει δεχθεί εποίκους να ψηφίζουν σε εσωτερικές εκλογές αυτοδιάθεσης σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, στη Δυτική Σαχάρα και στο Ανατολικό Τιμόρ. Κατά δεύτερον, η κατάσταση των εποίκων νομιμοποιείται επιπλέον από το γεγονός ότι επιτρέπεται σε ένα μεγάλο αριθμό από αυτούς να παραμείνουν στο βορρά. Είναι προφανές ότι σε οποιαδήποτε επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, οι έποικοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με τρόπο συνεπή προς το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εκ των πραγμάτων το θέμα των εποίκων είναι διαφορετικό από αυτό του σημαντικού αριθμού Τουρκικών στρατευμάτων στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Η παρουσία τέτοιων στρατευμάτων υπό την παρούσα κατάσταση αποτελεί ξεκάθαρη προσβολή προς τις αρχές της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και σύμβολο επιθετικότητας. Θα πρέπει να αποσυρθούν.

  • Ο Σεβασμός των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

α) Η Έννοια της Αρχής
15.       Η Αρχή του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί η κυβέρνηση να προωθεί και να σέβεται πλήρως τα βασικά ατομικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες που απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις, την ευρωπαϊκή έννομη τάξη και από τα εθνικά συντάγματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στο διεθνές δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα δεσμεύει την Κύπρο και την Τουρκία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει υποστηρίξει σε αρκετές περιπτώσεις ότι από το 1974 η Τουρκία είναι άμεσα υπεύθυνη για συνεχείς παραβιάσεις βασικών θεμελιωδών δικαιωμάτων με την κατοχή του βορείου τμήματος της Κύπρου, την παρεμπόδιση εκτοπισμένων Ελληνοκύπριων πολιτών να επιστρέψουν στα σπίτια και στην ιδιοκτησία τους ή να έχουν πρόσβαση σε αυτά και να τα απολαμβάνουν, με την έλλειψη έρευνας για τη τύχη των χιλιάδων αγνοουμένων και με την αποτυχία της να προστατέψει την ανεξιθρησκία και την ελευθερία έκφρασης. Αυτές οι αποφάσεις, των οποίων το εύρος και η βαρύτητα είναι πρωτοφανή, δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη. Επιπλέον, τα δικαιώματα που βρίσκονται ενσωματωμένα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου. Η Ευρωπαϊκή έννομη τάξη, κατά συνέπεια, τόσο μέσα από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όσο και μέσα από το κοινοτικό κεκτημένο, μας εφοδιάζει με το πιο αυστηρό και πιο αποτελεσματικό σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των μειονοτήτων διεθνώς. Επιπλέον, τόσο η Κύπρος όσο και η Τουρκία μετέχουν στη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη, της οποίας το άρθρο 1 κατοχυρώνει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, και στη Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων.

β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
16.       Με το Σχέδιο Αννάν, σοβαροί περιορισμοί πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας εγκατάστασης, παραβιάσεις της απαγόρευσης φυλετικών διακρίσεων και έντονες παραβιάσεις δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και σεβασμού της κατοικίας, θα διατηρούνταν, ακόμα και θα διαιωνίζονταν, για όλους τους Κύπριους πολίτες και για πολλές δεκαετίες. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, ακόμα και μόνιμα (π.χ. σε ότι αφορά το δικαίωμα επιλογής τόπου διαμονής και το δικαίωμα επιστροφής στην κατοικία). Το θέμα των εποίκων έχει αναφερθεί παραπάνω (παράγραφος 14). Το Σχέδιο Αννάν θα εμπόδιζε το δικαίωμα όλων των εκτοπισμένων Ελληνοκύπριων να επιστρέψουν στα σπίτια τους και θα μείωνε σημαντικά το δικαίωμα των Ελληνοκυπρίων οι οποίοι έχουν περιουσία στο βορρά να ανακτήσουν την περιουσία τους. Επιπλέον το Σχέδιο Αννάν επιχειρούσε να αρνηθεί και να καταργήσει το δικαίωμα προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τους κατόχους περιουσίας οι οποίοι είχαν στερηθεί των δικαιωμάτων τους ( όπως καθόρισε το Δικαστήριο), ανακηρύσσοντας την «Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου» ως υπεύθυνο αρμόδιο κράτος, απαλλάσσοντας έτσι την Τουρκία και ορίζοντας ότι οι ήδη υπάρχουσες πρόσφυγες θα πρέπει να παραγραφούν με το επιχείρημα ότι με το Σχέδιο Αννάν προβλέπονταν επαρκείς αποζημιώσεις. Παράλληλα, το Άρθρο 6 του Παραρτήματος ΙΧ της Ιδρυτικής Συμφωνίας που περιέχεται στο Σχέδιο Αννάν προέβλεπε να ζητηθεί η επικύρωση του σχεδίου από την ΕΕ, όπως αυτό θα γινόταν αποδεκτό από τα ενδιαφερόμενα μέρη, και η υιοθέτησή του ως πρωτογενούς δικαίου. Κάτι τέτοιο αποσκοπούσε στο να αποκλείσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να κρίνει τη συμβατότητα του Σχεδίου με τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ.

  • Δημοκρατία

 

α) Η Σημασία της Αρχής
17.       Η δημοκρατία αφορά στην εγκαθίδρυση και συνεχή ύπαρξη μιας γνήσια αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης υπόλογης στο λαό. Απαιτεί την αποδοχή από τους πολίτες των βασικών κανόνων που διέπουν τη δημιουργία και οργάνωση ενός κράτους και τις σχέσεις του με  τους πολίτες. Απαιτεί επιπλέον τον πλήρη σεβασμό της βούλησης του λαού, όπως αυτή εκφράζεται από τους ψηφοφόρους και/ή από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Η δημοκρατία βασίζεται στον κανόνα της πλειοψηφίας, με πλήρη αναγνώριση και εφαρμογή των δικαιωμάτων του ατόμου, των μειονοτήτων και των ομάδων, όπως απαιτείται. Η αρχή της δημοκρατίας αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενης σημασίας μέρος του διεθνούς δικαίου και βρίσκεται στην καρδιά του ευρωπαϊκού δικαίου. Το Άρθρο 3 του Καταστατικού Χάρτη αναφέρεται σε πλουραλιστική δημοκρατία, σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου ως αρχές του συστήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση διακηρύσσει τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα και του κράτους δικαίου ως θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης.

β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
18.       Η διαδικασία του Σχεδίου Αννάν, σύμφωνα με την οποία συμφωνίες, συντάγματα και νόμοι επιζητείται να επιβληθούν σε ένα ανεξάρτητο κράτος χωρίς να είναι το αποτέλεσμα μιας δημοκρατικής νομοθετικής διαδικασίας ή διαλόγου, δεν μπορεί να είναι σύμφωνη με την αρχή της δημοκρατίας. Όπως σύμφωνη με την αρχή αυτή δεν μπορεί να είναι ούτε η αριθμητική εξίσωση μεταξύ δυο δημογραφικά άνισων κοινοτήτων. Ένα συνταγματικό και θεσμικό πλαίσιο το οποίο απαιτεί την αμοιβαία συναίνεση των αντιπροσώπων και των δύο εθνοτικών κοινοτήτων σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και σε κάθε μία από τις τρεις παραδοσιακές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) εξασφαλίζει μόνιμο δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) τόσο στην πλειοψηφία όσο και στην μειοψηφία. Η μετάθεση της τελικής απόφασης σε ξένους πολίτες σε περίπτωση αδιεξόδου μέσα σε όργανα βαρυσήμαντα όπως το Ανώτατο Δικαστήριο και άλλα βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με την αρχή της δημοκρατίας.

19.       Στις 24 Απριλίου 2004 76% των ψηφοφόρων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην περιοχή που ελέγχεται από την Κυβέρνηση απέρριψαν το Σχέδιο Αννάν. Αυτή η απόφαση πρέπει να γίνει αποδεκτή από όλους ως μια έγκυρη άσκηση της δημοκρατίας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης.

  • Το Κράτος Δικαίου
 
α) Η Έννοια Της Αρχής

20.       Το κράτος δικαίου στο διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι όλες οι επίσημες δραστηριότητες πρέπει να επιχειρούνται με τρόπο συμβατό με τις αρχές του δικαίου. Επίσης σημαίνει ότι νόμιμες διαδικασίες πρέπει να καθιερώνονται και να γίνονται σεβαστές προκειμένου οι αρχές του δικαίου να λειτουργούν αποτελεσματικά, έτσι ώστε, για παράδειγμα, η αρχή της δίκαιης δίκης να είναι ουσιαστική. Όπως έχει σημειωθεί παραπάνω (παράγραφος 15), τόσο το Συμβούλιο της Ευρώπης, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζονται μεταξύ άλλων πάνω στην αρχή του κράτους δικαίου.

21.       Δεν μπορεί να υπάρξει διεθνής νομιμότητα σε έδαφος παράνομα κατεχόμενο από ξένη δύναμη. Πράγματι, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης εμποδίζεται από την άσκηση της κυριαρχίας πάνω σε μέρος του διεθνώς αναγνωρισμένου εδάφους του θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την Ευρωπαϊκή νομιμότητα.

β) Οι ανεπάρκειες του Σχεδίου Αννάν
22.       Το Σχέδιο Αννάν πρότεινε την αντικατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας με ένα νέο κράτος το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να προσφέρει μια σταθερή κυβέρνηση, καθώς θα ενείχε το στοιχείο της αστάθειας, όπως έχει σημειωθεί παραπάνω. Επιπλέον, οι περιορισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δυνατότητας ελεύθερης επιδίωξής τους σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και υπό το καθεστώς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες που δεσμεύουν την Κύπρο (π.χ. Διεθνείς Συμβάσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα), θα προσέβαλλαν σοβαρώς τις έννοιες της ορθής απονομής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου.

 

Ο Δρόμος προς τα Εμπρός : Μια Συντακτική Συνέλευση για την Κύπρο

23.       Με βάση το Σύνταγμα του 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο διεθνώς αναγνωρισμένο και νόμιμο πολιτειακό σύστημα διακυβέρνησης της νήσου Κύπρου. Η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση την έχει θέσει υπό την προστασία της, έτσι ώστε οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού να πρέπει να αρχίζει με βάση τους υπάρχοντες θεσμούς και την έννομη τάξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτή είναι αποδεκτή από το λαό της και διεθνώς νομιμοποιημένη. Από εκεί και πέρα πρέπει να βρεθούν πρόσφοροι τρόποι και μέσα για να προσαρμόσουν τους ήδη υπάρχοντες θεσμούς και το δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψιν τη βούληση του λαού ως συνόλου περιλαμβάνοντας όλες τις κοινότητες, έτσι ώστε να ανακτηθεί η δημοκρατική βάση και η πλήρης κυριαρχία στο διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφος της Δημοκρατίας.

24.       Μια δημοκρατική διαδικασία αυτόνομης σύνταξης Συντάγματος, η οποία να συμπεριλαμβάνει διάφορα βήματα, θα επέτρεπε στο λαό της Κύπρου να ξεπεράσει το παρόν αδιέξοδο και να ανακαλύψει μέσα και μέτρα τα οποία τελικά θα οδηγήσουν σε επανασύνδεση και συμφιλίωση σύμφωνη με τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις αρχές. Η Συντακτική Συνέλευση ως όργανο δημοκρατικής συντακτικής εξουσίας έχει ήδη χρησιμοποιηθεί με επιτυχία, κυρίως στην διαδικασία αποαποικιοποίησης. Η σύνταξη Συντάγματος πρέπει να εντάσσεται σε δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες και όχι χωρίς αυτές.

25.       Μια Συντακτική Συνέλευση για την Κύπρο, είτε δημοκρατικά εκλεγμένη, είτε ορισμένη έτσι ώστε να αντικατοπτρίζει ορθά την βούληση των ψηφοφόρων και την προοπτική διαφορετικών κοινοτήτων όλου του νησιού, πρέπει να έχει την αποκλειστική ευθύνη για την σύνταξη και υιοθέτηση ενός νέου Συντάγματος για την Κύπρο, το οποίο να βασίζεται στο ήδη υπάρχον Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960 και το οποίο τελικά να τροποποιεί ή να υποκαθιστά.

26.       Τα μέλη της Συντακτικής Συνέλευσης πρέπει να έχουν απόλυτη ελευθερία και ευθύνη ως προς την επιλογή του πολιτεύματος, είτε αυτό είναι προεδρικό, κοινοβουλευτικό, ή ένας συνδυασμός των δύο· ως προς την εξεύρεση εδαφικών διευθετήσεων μέσω ενός κατάλληλου σχεδίου αποκέντρωσης- σε περιοχές, περιφέρειες, κοινότητες ή παρεμφερή- και ως προς την διαμόρφωση διαδικασιών ικανών να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των ανθρώπων, προς όφελος του λάου όλων των κοινοτήτων της Κύπρου. Γνωματεύσεις και βοήθεια για την Συνέλευση ή τα μέλη της μπορούν να αναζητηθούν από εμπειρογνώμονες από το εσωτερικό της Κύπρου και το εξωτερικό. Τα μόνα νομικά όρια της κυρίαρχης συντακτικής εξουσίας της Συνέλευσης είναι η αυστηρή συμμόρφωση με τις Ευρωπαϊκές αρχές και το κοινοτικό κεκτημένο, και με τα διεθνή πρότυπα σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου και την προστασία των μειονοτήτων που πηγάζουν από το διεθνές δίκαιο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και άλλα Ευρωπαϊκά θεσμικά μέσα. 

27.       Το νέο Σύνταγμα, όπως θα διαμορφωθεί από τη Συνέλευση, θα πρέπει να υποβληθεί σε ξεχωριστά παράλληλα δημοψηφίσματα , τα οποία θα διεξαχθούν στις δύο μεριές του νησιού, σύμφωνα με την εμπειρία της 24 Απριλίου 2004.  Μόνο ο λαός της Κύπρου μπορεί να επιφέρει την νομιμότητα που είναι αναγκαία για μια νέα αρχή. Οποιαδήποτε λύση του Κυπριακού πρέπει να είναι νόμιμη και νομιμοποιημένη και πρέπει να βασίζεται πάνω στη μόνη ισχύουσα συνταγματική βάση που αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από την διεθνή κοινότητα, και αυτό είναι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1960. Οι διαδικασίες που θα ρυθμίζουν την εκλογή ή τον ορισμό της Συντακτικής Συνέλευσης, τη σύνθεση της και τη λειτουργία της, καθώς και την διεξαγωγή των δημοψηφισμάτων για το Σύνταγμα, θα πρέπει να προβλέπονται από τροπολογίες στο Σύνταγμα του 1960. Προτείνεται επιπλέον η διαδικασία της Συντακτικής Συνέλευσης να διεξαχθεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Συστάσεις

28.       Το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων αναζητά μια δίκαιη και έντιμη λύση για την Κύπρο, η οποία να επιτρέπει στις κοινότητες να επιτύχουν συμφιλίωση και ένα ειρηνικό και ευήμερο μέλλον.  Κατά συνέπεια συνιστά την τήρηση των Θεμελιωδών Αρχών του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου όπως αναφέρονται παραπάνω σε όλους τους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς, συμπεριλαμβανόμενου του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, αλλά ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπό το πρίσμα της ιστορικής ευκαιρίας που της παρουσιάζεται με την πρόσφατη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.

29.       Το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων συνιστά:

α) Την αναγνώριση των παραπάνω Θεμελιωδών Αρχών από τα μέρη τα οποία εμπλέκονται στην αναζήτηση ειρήνης, δικαιοσύνης και ασφάλειας στην Κύπρο.

β) Την υιοθέτηση ενός ψηφίσματος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (και άλλους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς)  στο οποίο να επαναβεβαιώνονται οι Θεμελιώδεις Αρχές.

γ) Τη σύσταση μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (και σε άλλους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς) ενός εποπτικού μηχανισμού μέσω του οποίου να διασφαλίζεται η συμβατότητα με τις Θεμελιώδεις Αρχές οποιουδήποτε διακανονισμού  προτείνεται για την Κύπρο.

δ) Τη δημιουργία μιας Συντακτικής Συνέλευσης υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη βάση του Κυπριακού Συντάγματος του 1960, η οποία να φέρει σε επαφή τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό την εξεύρεση μιας επίλυσης συμβατής με τις Θεμελιώδεις Αρχές. 

 

Συμπέρασμα

30.       Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μεταβάλει  ριζικά τους εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς παράγοντες του Κυπριακού.  Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι είναι τώρα πια πολίτες της Ένωσης, απολαμβάνουν τα δικαιώματα που πηγάζουν από την Ευρωπαϊκή έννομη τάξη και υπόκεινται στα καθήκοντα που πηγάζουν από αυτή.  Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος και κατά συνέπεια είναι μία από τους «Κύριους των Συνθηκών».

31.       Εάν το Σχέδιο Αννάν είχε γίνει αποδεκτό και είχε τεθεί σε εφαρμογή πριν από την ένταξη, η ίδια η ένταξη θα είχε στηριχτεί σε πολύ ασταθείς νομικές βάσεις, καθώς η Ένωση θα είχε ενσωματώσει ένα νέο κράτος-μέλος το οποίο δεν θα είχε καν υπογράψει τη συμφωνία ένταξης, ενώ παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα είχε υπογράψει τη συμφωνία, θα είχε πάψει να υπάρχει.  Τώρα που η ένταξη έχει γίνει πραγματικότητα, η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ενός αναθεωρημένου Σχεδίου Αννάν είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη λόγω της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

32.       Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με την ιστορική ευκαιρία και την ειδική ευθύνη να προωθήσει μια νέα διαδικασία δημοκρατικής συντακτικής διαδικασίας στην Κύπρο και να πείσει όλες τις κοινότητες να λάβουν μέρος σε αυτή τη διαδικασία.  Κατ’αυτόν τον τρόπο η Ευρωπαϊκή Ένωση  θα εξασφάλιζε την εφαρμογή των δικών της αρχών και αξιών, καθώς και αυτών του διεθνούς δικαίου γενικότερα, μέσα στα εδάφη ενός κράτους-μέλους της. 

******

Παράρτημα : Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Άρθρο 6
1.   Η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη.
2.   Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
3.   Η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών της.
4.   Η Ένωση διαθέτει τα μέσα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της και για την επιτυχή εφαρμογή των πολιτικών της.

******

Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων

  • ProfessorAuerAndreas, Switzerland

     Professor of Constitutional Law, University of Geneva

  • Professor Bossuyt Mark, Belgium

     Professor of International Law, University of Antwerp

  • Professor Burns Peter, Canada

     Former Dean of the UBC Law Faculty,
Professor of Law, University of British Columbia, Vancouver

  • Professor Dr. Alfred De Zayas, United States of America

     Geneva School of Diplomacy
Former Secretary, UN Human Rights Committee

  • Professor Helmons Silvio-Marcus, Belgium

     Emeritus Professor of Universite Catholique de Louvain, Public International Law and Human Rights

  • Professor Dr. George Kassimatis, Greece*

     Emeritus Professor of University of Athens, Constitutional Law
Honorary President of the International Association of Constitutional Law

  • Professor Dr. Dr.h.c. Oberndoerfer Dieter, Germany

     Professor Emeritus, Political Science, University of Freiburg

  • Professor Malcolm N Shaw QC, United Kingdom

     The Sir Robert Jennings Professor of International Law, University of Leicester

 

Βλ. την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που αναφερόταν σε τουρκικές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στις πρώτες δύο προσφυγές της Κύπρου κατά της Τουρκίας, 10 Ιουλίου 1976 και στην τρίτη προσφυγή, 4 Οκτωβρίου 1983 (δημοσιεύτηκε από την Επιτροπή Υπουργών το 1992) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απόφαση του σχετικά με την τέταρτη προσφυγή Κύπρου κατά Τουρκίας, 10 Μαΐου 2001. Βλ. Επίσης παρακάτω, παρ.15.

Οντότητα η οποία αναφέρεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως «υφιστάμενη τοπική διοίκηση» της Τουρκίας, Λοϊζίδου κατά Τουρκίας, απόφαση 23 Φεβρουαρίου 1995,παρ.62.

Βλ. Επίσης την Διακήρυξη των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου Σχετικά με τις Φιλικές Σχέσεις, του 1970, απόφαση 2625 (ΧΧV), και την Διακήρυξη της Μανίλας περί Ειρηνικής Διευθέτησης των Διεθνών Διαφορών, απόφαση 37/590.

Βλ. Το άρθρο 2 του Χάρτη ΟΗΕ και την Διακήρυξη των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου Σχετικά με τις Φιλικές Σχέσεις του 1970.

Βλ. Το Άρθρο 2(4) του Χάρτη ΟΗΕ, Κεφάλαιο VII  του Χάρτη ΟΗΕ και την απόφαση 3314(ΧΧΙΧ) περί Ορισμού της Επίθεσης

Βλ. Τις Αρχές της Νυρεμβέργης και τα καταστατικά των Δικαστηρίων για τα Εγκλήματα Πολέμου για την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Ρουάντα και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. 

Βλ. Επίσης την απόφαση 83(13) της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας , 10 Μαΐου 2001.

Βλ. Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τις Νόμιμες Συνέπειες της Οικοδόμησης Τείχους στα Κατεχόμενα Εδάφη της Παλαιστίνης, 9 Ιουλίου 2004, παρ. 119 και ακόλουθες.

Πιο σημαντική, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Κύπρος εναντίον Τουρκίας, 10 Μαΐου 2001.

Βλ. την υπόθεση Rutili, 1975, ΕΔΑΔ 1219 και άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, 1999 (βλ. και Παράρτημα αυτού του κειμένου).

Αυτή η κατάσταση θα ερχόταν επίσης σε σύγκρουση με αρκετές αποφάσεις του ΟΗΕ σχετικά με το δικαίωμα επιστροφής, βλ. ειδικότερα την μελέτη της Υπό-Επιτροπής του ΟΗΕ για την Προώθηση και Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ειδικού Εισηγητή Awn Shawkat Al Kassawneh περί της «Διάστασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις Μετακινήσεις Πληθυσμών», E/CN.4/Sub.2/1997/23.

Βλ. επίσης τον Χάρτη των Παρισίων, 1990.

Το οποίο αναπαράγεται στο Παράρτημα αυτού του κειμένου.  Βλ. επίσης την Διακήρυξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με την Αναγνώριση Νέων Κρατών,1991.

Βλ. παραπάνω, παρ.5.

Βλ. παραπάνω, παρ. 8.

Για παράδειγμα η Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων, 1995, στην οποία η Κύπρος είναι συμβαλλόμενο μέρος.

Αλλά χωρίς τη συμμετοχή των Τούρκων εποίκων, βλ. παραπάνω παρ.14

* Πρόεδρος της Επιστημονικής Ομάδας της Πανελλήνιας Επιτροπής για Ευρωπαϊκή Λύση στην Κύπρο, η οποία απαρτίζεται από τους κ.κ. Στέλιο Περράκη - Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, Παναγιώτη Ήφαιστο - Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων, Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη - Αναπλ. Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής, Περικλή Νεάρχου - Γραμματέα Ομάδας